ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γεμέκι (ουσ. ουδ.) γεμέκι [ʝeˈmeci] Αξ., Ποτάμ., Τελμ., Φάρασ. γεμέκ' [ʝeˈmek] Αξ., Αραβαν., Ουλαγ., Τσαρικ., Φερτάκ., Φλογ. Από το τουρκ. ουσ. yemek = α) φαγητό β) γεύμα γ) πιάτο-έδεσμα.
Φαγητό, γεύμα ό.π.τ. : Ψ̑ήσ̑κεν ένα γεμέκ', και τρώισ̑καν ντα τα φσ̑άχα τ' (Έψηνε ένα φαγητό, και έτρωγαν τα παιδιά της) Αξ. -Dawk. Και το παιδί μάνα τ' έφσαξέν ντo, και τα κιριάτα τα ποίκεν ντα σο άντρα τ' ένα γεμέκ' (Και η μάνα του έσφαξε το παιδί της, και τα κρέατά του τα έκανε ένα φαγητό για τον άντρα της) Φλογ. -Dawk. Ήφερε πολλά γεμέκια 'ς ασ̑ημιώνας ταμπάχια (Έφερε πολλά φαγητά σε ασημένια πιάτα) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Είπεν ετούτα τα λόγια ντεβρίσ̑ης, άμα είδεν γεμέκια να τρώγει το παιδί (Είπε τούτα τα λόγια ο δερβίσης, όταν είδε το παιδί να τρώει φαγιά) Ποτάμ. -Dawk. Ψήνον γεμέκια, ούλ-λο ντο χωριό έρεται γκαι τρώει (Ψήνουν φαγητά, όλο το χωριό έρχεται και τρώει) Ουλαγ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Τζ̑’ όψες αdά ντo γεμέκι τις μισαφούροι (Δεν έψησες εδώ το φαΐ για τους μουσαφίρηδες) Φάρασ. -Dawk. Η γωνία τουν ήτουνι γεμωσμένου γεμέκα να φάνι το σ̑ειμό (Οι αποθήκες τους ήταν γεμάτες τρόφιμα για να φάνε τον χειμώνα) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Ηύρεν, έψεν, κόνωσε ένα σινί γεμέκ' (Έφερε, έψησε, άδειασε ένα ταψί φαΐ) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Έκοψαν και έκαναν το γεμέκια και έφαγά το (Το έσφαξαν (ενν. το βουβάλι) και το έκαναν φαγητό και το έφαγαν) Φερτάκ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. γατίχι :2, ζουμί :3, μάντζα :1, φάγημα, φαγί :1, ψωμί