γεμέκι
(ουσ. ουδ.)
γεμέκι
[ʝeˈmeci]
Αξ., Ποτάμ., Τελμ., Φάρασ.
γεμέκ'
[ʝeˈmek]
Αξ., Αραβαν., Ουλαγ., Τσαρικ., Φερτάκ., Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. yemek = α) φαγητό β) γεύμα γ) πιάτο-έδεσμα.
Φαγητό, γεύμα
ό.π.τ.
:
Ψ̑ήσ̑κεν ένα γεμέκ', και τρώισ̑καν ντα τα φσ̑άχα τ'
(Έψηνε ένα φαγητό, και έτρωγαν τα παιδιά της)
Αξ.
-Dawk.
Και το παιδί μάνα τ' έφσαξέν ντo, και τα κιριάτα τα ποίκεν ντα σο άντρα τ' ένα γεμέκ'
(Και η μάνα του έσφαξε το παιδί της, και τα κρέατά του τα έκανε ένα φαγητό για τον άντρα της)
Φλογ.
-Dawk.
Ήφερε πολλά γεμέκια 'ς ασ̑ημιώνας ταμπάχια
(Έφερε πολλά φαγητά σε ασημένια πιάτα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Είπεν ετούτα τα λόγια ντεβρίσ̑ης, άμα είδεν γεμέκια να τρώγει το παιδί
(Είπε τούτα τα λόγια ο δερβίσης, όταν είδε το παιδί να τρώει φαγιά)
Ποτάμ.
-Dawk.
Ψήνον γεμέκια, ούλ-λο ντο χωριό έρεται γκαι τρώει
(Ψήνουν φαγητά, όλο το χωριό έρχεται και τρώει)
Ουλαγ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Τζ̑’ όψες αdά ντo γεμέκι τις μισαφούροι
(Δεν έψησες εδώ το φαΐ για τους μουσαφίρηδες)
Φάρασ.
-Dawk.
Η γωνία τουν ήτουνι γεμωσμένου γεμέκα να φάνι το σ̑ειμό
(Οι αποθήκες τους ήταν γεμάτες τρόφιμα για να φάνε τον χειμώνα)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Ηύρεν, έψεν, κόνωσε ένα σινί γεμέκ'
(Έφερε, έψησε, άδειασε ένα ταψί φαΐ)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Έκοψαν και έκαναν το γεμέκια και έφαγά το
(Το έσφαξαν (ενν. το βουβάλι) και το έκαναν φαγητό και το έφαγαν)
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Συνών.
γατίχι :2, ζουμί :3, μάντζα :1, φάγημα, φαγί :1, ψωμί