γένι
(ουσ. ουδ.)
γένι
[ˈʝeni]
Σίλατ.
γέν'
[ʝen]
Μαλακ., Μισθ.
Πληθ.
γένια
[ˈʝeɲa]
Ανακ., Αξ., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Φλογ.
'ένια
[ˈeɲa]
Αξ.
γένα
[ˈʝena]
Αφσάρ., Φάρασ.
γένε
[ˈʝene]
Φάρασ.
Μεσν. ουσ. γένι (< αρχ. γένειον).
Συνήθως στον πληθ., γένια
ό.π.τ.
:
Εκείνο τάρσεν ντο βαρειά, οπ' άρσεν λίγα γένια
(Εκείνο το τράβηξε δυνατά, ώστε του ξερρίζωσε λίγα γένια)
Αξ.
-Dawk.
Τα γιορόνια πσ̑άσαν τα γένια τ'νε με τα χέρια τ'νε
(Οι γέροι έπιασαν τα γένια τους με τα χέρια τους)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Αφήνισ̑καν και γένια
(Άφηναν και γένια)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Σου πρόσωπο μ' γένια, παππαδουγένια
(Στο πρόσωπό μου γένια, σαν του παπά τα γένια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
«Πσ̑ας τα 'ένια μ'» είπεν ο βασ̑ιλιός
(«Κρατάς τα γένια μου» είπε ο βασιλιάς)
Αξ.
-Dawk.
Οπ' να χέσου σα γένια σ'!
(Που να χέσω στα γένια σου! ύβρις)
Μισθ.
-Φατ.
Γουτούρσιν ο παπάς, σηκώθαν του γενού του τζαι του τσουφαλού του τα τσάρα
(Λύσσαξε ο παπάς, σηκώθηκαν οι τρίχες του γενιού του και του κεφαλιού του)
Φάρασ.
-Παπαδ.
|| Παροιμ.
Κάτσες σο κόλλ'φα μου να μαδείς τα γένε μου
(Κάθισες στην αγκαλιά μου και μαδάς τα γένια μου˙ Για ανθρώπους που εκμεταλλεύονται την καλοσύνη μας)
Φάρασ.
-Λεβίδ.Παροιμ.
Μυλωνάς επείνασε κι ετίναξε τα γένια τ'
(Ο μυλωνάς πείνασε και τίναξε τα γένια του, ενν. για να πέσει το αλεύρι˙ όποιος μετέχει πλούτου ή εξουσίας, εύκολα αντεπεξέρχεται στις δυσκολίες)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
σακάλι