ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γένι (ουσ. ουδ.) γένι [ˈʝeni] Σίλατ. γέν' [ʝen] Μαλακ., Μισθ. Πληθ. γένια [ˈʝeɲa] Ανακ., Αξ., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Φλογ. 'ένια [ˈeɲa] Αξ. γένα [ˈʝena] Αφσάρ., Φάρασ. γένε [ˈʝene] Φάρασ. Μεσν. ουσ. γένι (< αρχ. γένειον).
Συνήθως στον πληθ., γένια ό.π.τ. : Εκείνο τάρσεν ντο βαρειά, οπ' άρσεν λίγα γένια (Εκείνο το τράβηξε δυνατά, ώστε του ξερρίζωσε λίγα γένια) Αξ. -Dawk. Τα γιορόνια πσ̑άσαν τα γένια τ'νε με τα χέρια τ'νε (Οι γέροι έπιασαν τα γένια τους με τα χέρια τους) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Αφήνισ̑καν και γένια (Άφηναν και γένια) Ανακ. -Κωστ.Α. Σου πρόσωπο μ' γένια, παππαδουγένια (Στο πρόσωπό μου γένια, σαν του παπά τα γένια) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ «Πσ̑ας τα 'ένια μ'» είπεν ο βασ̑ιλιός («Κρατάς τα γένια μου» είπε ο βασιλιάς) Αξ. -Dawk. Οπ' να χέσου σα γένια σ'! (Που να χέσω στα γένια σου! ύβρις) Μισθ. -Φατ. Γουτούρσιν ο παπάς, σηκώθαν του γενού του τζαι του τσουφαλού του τα τσάρα (Λύσσαξε ο παπάς, σηκώθηκαν οι τρίχες του γενιού του και του κεφαλιού του) Φάρασ. -Παπαδ. || Παροιμ. Κάτσες σο κόλλ'φα μου να μαδείς τα γένε μου (Κάθισες στην αγκαλιά μου και μαδάς τα γένια μου˙ Για ανθρώπους που εκμεταλλεύονται την καλοσύνη μας) Φάρασ. -Λεβίδ.Παροιμ. Μυλωνάς επείνασε κι ετίναξε τα γένια τ' (Ο μυλωνάς πείνασε και τίναξε τα γένια του, ενν. για να πέσει το αλεύρι˙ όποιος μετέχει πλούτου ή εξουσίας, εύκολα αντεπεξέρχεται στις δυσκολίες) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. σακάλι