ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γέμωμα (ουσ. ουδ.) γέμουμα [ˈʝemuma] Φάρασ. γιόμωμα [ˈjomoma] Αξ., Μισθ. γιόμουμα [ˈʝomuma] Μισθ. γίμωμα [ˈʝimoma] Ουλαγ. γόμωμα [ˈɣomoma] Ουλαγ. 'έμωσμα [ˈemozma] Φάρασ. Από το ρ. γεμώνω, όπου και τύπ. γιμώνω, και το παραγωγ. επίθμ. -μα. Πβ. και νεότ. ουσ. γέμωσμα.
Γέμισμα ό.π.τ. : Ογώνα με εκεινό 'ντάμα λαού ντο γίμωμα ντε παίνω (Εγώ μαζί με κείνη στου λαγού το γέμισμα δεν πηγαίνω) Ουλαγ. -Κεσ. Μι ντομάκα τσι ψωμί νοίιδι γιόμωμα καργιά; (Με ντομάτα και ψωμί γίνεται γέμισμα της κοιλιάς;) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Φρ. Καντάρη έμπασμα, σαρανdάρη 'έμωσμα (Έμπα του Γενάρη, γέμισμα του σαραντάρικου πιθαριού˙ Ευχή για καλή παραγωγή κρασιού, εφόσον το κλάδεμα των αμπελιών γινόταν αρχές Ιανουαρίου) Φάρασ. -Λουκ.Πετρ. Συνών. γόμωμα