γέμωμα
(ουσ. ουδ.)
γέμουμα
[ˈʝemuma]
Φάρασ.
γιόμωμα
[ˈjomoma]
Αξ., Μισθ.
γιόμουμα
[ˈʝomuma]
Μισθ.
γίμωμα
[ˈʝimoma]
Ουλαγ.
γόμωμα
[ˈɣomoma]
Ουλαγ.
'έμωσμα
[ˈemozma]
Φάρασ.
Από το ρ. γεμώνω, όπου και τύπ. γιμώνω, και το παραγωγ. επίθμ. -μα. Πβ. και νεότ. ουσ. γέμωσμα.
Γέμισμα
ό.π.τ.
:
Ογώνα με εκεινό 'ντάμα λαού ντο γίμωμα ντε παίνω
(Εγώ μαζί με κείνη στου λαγού το γέμισμα δεν πηγαίνω)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Μι ντομάκα τσι ψωμί νοίιδι γιόμωμα καργιά;
(Με ντομάτα και ψωμί γίνεται γέμισμα της κοιλιάς;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
Καντάρη έμπασμα, σαρανdάρη 'έμωσμα
(Έμπα του Γενάρη, γέμισμα του σαραντάρικου πιθαριού˙ Ευχή για καλή παραγωγή κρασιού, εφόσον το κλάδεμα των αμπελιών γινόταν αρχές Ιανουαρίου)
Φάρασ.
-Λουκ.Πετρ.
Συνών.
γόμωμα