ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γέννημα (ουσ. ουδ.) γέννημα [ˈʝenima] Ανακ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ. γένν'μα [ˈʝenma] Αξ., Μαλακ., Μισθ., Σίλατ. γέννεμα [ˈʝenema] Φάρασ. γέλ'μα [ˈʝelma] Αραβ., Δίλ., Μισθ., Μπέηκ., Τροχ., Τσαρικ., Φλογ. γέρ'μα [ˈʝerma] Αξ. Πληθ. γεννήματα [ʝeˈnimata] Αραβ., Σίλατ., Σίλ., Φλογ. γεννήμαdα [ʝeˈnimada] Φάρασ. γεννήμαδα [ʝeˈnimaða] Μισθ. Αρχ. ουσ. γέννημα. Η σημ. ‘προϊόν της γης’ μεταγν.
1. Γέννηση, τοκετός Γούρδ., Μισθ., Μπέηκ., Σίλ., Φάρασ. : Γέννημά μου ήτανι πολύ ζόρι (Ο τοκετός μου ήταν δύσκολος) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. γλύτωμα
2. Γόνος, τέκνο Μαλακ., Φάρασ. : || Φρ. Καϊτουριού γέννημα (Γαϊδουριού γόνος˙ ύβρις) Μαλακ. -Τζιούτζ. Σκυλιού γέννημα (Σκυλιού γόνος˙ ύβρις) Μαλακ. -Τζιούτζ. Συνών. ντόλι, παιδί, παιδόκκο, τέκνο, τσοτσούκι
3. Σιτάρι ό.π.τ. : Ήρταν ντα καρντάσ̑α τ' να πάρουν γέννημα (Ήρθαν τα αδέλφια της να πάρουν σιτάρι) Ουλαγ. -Dawk. Το κορκότσης νίσκεται ασ' το γέννημα (Το κουρκούτι γίνεται από σιτάρι) Γούρδ. -Καράμπ. Τούτο τ' ψωμί είναι γέννημα (Αυτό το ψωμί είναι από σιτάρι) Σίλ. -Κωστ.Σ. Γεννημάτου αλεύρι (Σιταρένιο αλεύρι) Σίλ. -Κωστ.Σ. Γεννημάτ’ μύλος (Μύλος σιταριού, νερόμυλος) Αραβαν. -ΙΛΝΕ 403 Γελ'μάτ' ντ' άυρου (Το άχυρο του σιταριού) Μισθ. -Κωστ.Μ. Γεννήμαδα γιόμισκαν ντ' αμπάρια (Σιτάρια ήταν γεμάτες οι αποθήκες) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Φέτο πολύ γέλ'μα να 'ενεί (Φέτος θα γίνει πολύ στάρι) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Ερόδαν Βαθυλακκιώτ', πούλειναν ντόματσις· γίνιξις ένα τζούγκους γέλ'μα, παίριξις λία ντόματσις, τρώιξις (Έρχονταν Βαθυλακκιώτες, πουλούσαν ντομάτες· έδινες έναν τσίγκο στάρι, έπαιρνες λίγες ντομάτες, έτρωγες) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ντώκα ντα ορνίϊα λίου γέλ'μα (Έδωσα στις κότες λίγο σιτάρι) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Σ̑ινιάζαμ’ ντου γέλ’μα μι ντου κόσ̑κινου (Κοσκινίζαμε το σιτάρι με το κόσκινο) Μισθ. -Κωστ.Μ. || Ασμ. Γεμίσανε τ’ αμπάρια γέννημα και κιθάρι (Γεμίσανε οι αποθήκες σιτάρι και κριθάρι) Μαλακ. -ΚΜΣ-Τραγ. Συνών. κοκκί, σιτάρι, ταχίλ
β. Σοδειά Σίλ., Φάρασ. : Ρώνει χοσ̑ά γένν'μα (Δίνει καλή σοδειά, ενν. το χωράφι· είναι εύφορο ) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Πολλά γεννήματα (Καλή σοδειά ) Σίλ. -Κωστ.Σ.