γέννημα
(ουσ. ουδ.)
γέννημα
[ˈʝenima]
Ανακ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ.
γένν'μα
[ˈʝenma]
Αξ., Μαλακ., Μισθ., Σίλατ.
γέννεμα
[ˈʝenema]
Φάρασ.
γέλ'μα
[ˈʝelma]
Αραβ., Δίλ., Μισθ., Μπέηκ., Τροχ., Τσαρικ., Φλογ.
γέρ'μα
[ˈʝerma]
Αξ.
Πληθ.
γεννήματα
[ʝeˈnimata]
Αραβ., Σίλατ., Σίλ., Φλογ.
γεννήμαdα
[ʝeˈnimada]
Φάρασ.
γεννήμαδα
[ʝeˈnimaða]
Μισθ.
Αρχ. ουσ. γέννημα. Η σημ. ‘προϊόν της γης’ μεταγν.
1. Γέννηση, τοκετός
Γούρδ., Μισθ., Μπέηκ., Σίλ., Φάρασ.
:
Γέννημά μου ήτανι πολύ ζόρι
(Ο τοκετός μου ήταν δύσκολος)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
γλύτωμα
2. Γόνος, τέκνο
Μαλακ., Φάρασ.
:
|| Φρ.
Καϊτουριού γέννημα
(Γαϊδουριού γόνος˙ ύβρις)
Μαλακ.
-Τζιούτζ.
Σκυλιού γέννημα
(Σκυλιού γόνος˙ ύβρις)
Μαλακ.
-Τζιούτζ.
Συνών.
ντόλι, παιδί, παιδόκκο, τέκνο, τσοτσούκι
3. Σιτάρι
ό.π.τ.
:
Ήρταν ντα καρντάσ̑α τ' να πάρουν γέννημα
(Ήρθαν τα αδέλφια της να πάρουν σιτάρι)
Ουλαγ.
-Dawk.
Το κορκότσης νίσκεται ασ' το γέννημα
(Το κουρκούτι γίνεται από σιτάρι)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Τούτο τ' ψωμί είναι γέννημα
(Αυτό το ψωμί είναι από σιτάρι)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Γεννημάτου αλεύρι
(Σιταρένιο αλεύρι)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Γεννημάτ’ μύλος
(Μύλος σιταριού, νερόμυλος)
Αραβαν.
-ΙΛΝΕ 403
Γελ'μάτ' ντ' άυρου
(Το άχυρο του σιταριού)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Γεννήμαδα γιόμισκαν ντ' αμπάρια
(Σιτάρια ήταν γεμάτες οι αποθήκες)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Φέτο πολύ γέλ'μα να 'ενεί
(Φέτος θα γίνει πολύ στάρι)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Ερόδαν Βαθυλακκιώτ', πούλειναν ντόματσις· γίνιξις ένα τζούγκους γέλ'μα, παίριξις λία ντόματσις, τρώιξις
(Έρχονταν Βαθυλακκιώτες, πουλούσαν ντομάτες· έδινες έναν τσίγκο στάρι, έπαιρνες λίγες ντομάτες, έτρωγες)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ντώκα ντα ορνίϊα λίου γέλ'μα
(Έδωσα στις κότες λίγο σιτάρι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Σ̑ινιάζαμ’ ντου γέλ’μα μι ντου κόσ̑κινου
(Κοσκινίζαμε το σιτάρι με το κόσκινο)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
|| Ασμ.
Γεμίσανε τ’ αμπάρια γέννημα και κιθάρι
(Γεμίσανε οι αποθήκες σιτάρι και κριθάρι)
Μαλακ.
-ΚΜΣ-Τραγ.
Συνών.
κοκκί, σιτάρι, ταχίλ
β.
Σοδειά
Σίλ., Φάρασ.
:
Ρώνει χοσ̑ά γένν'μα
(Δίνει καλή σοδειά, ενν. το χωράφι· είναι εύφορο
)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Πολλά γεννήματα
(Καλή σοδειά
)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.