γένος
(ουσ. ουδ.)
γένος
[ˈʝenos]
Σίλατ., Σινασσ.
γένους
[ˈʝenus]
Τελμ.
Αρχ. ουσ. γένος.
Μόνο σε άσμ., γενιά, καταγωγή
:
|| Ασμ.
Στάθην και ανηρώτησα από ποιο γένους ένι
Εκεί για που στράφτουν τα γυαλιά, λαμbρίζουν αι κασσίδες; (Στάθηκα και ρώτησα από ποια γενιά κατάγεται
Από εκεί που αστράφτουν τα κρύσταλλα, που λάμπουν τα κράνη;) Τελμ. -Lag. Πες μου κοράσι, πε μου, ’παπού γένος είσαι; (Πες μου, κορίτσι, πες μου, από ποια γενιά κατάγεσαι;) Σίλατ. -Φαρασόπ. Κάτσε εσύ, έι κορασιά, κι εγώ να σε ρωτήσω
Πες μου εσύ, έι κορασιά, από τι γένος είσαι (Κάτσε κι εσύ, ε κορίτσι, κι εγώ να σε ρωτήσω
Πες μου εσύ, ε κορίτσι, από ποια γενιά είσαι) Σινασσ. -Τακαδόπ. Συνών. γενιά, γονιός, νταμάρι, σινσιλέ, φύτρα
Εκεί για που στράφτουν τα γυαλιά, λαμbρίζουν αι κασσίδες; (Στάθηκα και ρώτησα από ποια γενιά κατάγεται
Από εκεί που αστράφτουν τα κρύσταλλα, που λάμπουν τα κράνη;) Τελμ. -Lag. Πες μου κοράσι, πε μου, ’παπού γένος είσαι; (Πες μου, κορίτσι, πες μου, από ποια γενιά κατάγεσαι;) Σίλατ. -Φαρασόπ. Κάτσε εσύ, έι κορασιά, κι εγώ να σε ρωτήσω
Πες μου εσύ, έι κορασιά, από τι γένος είσαι (Κάτσε κι εσύ, ε κορίτσι, κι εγώ να σε ρωτήσω
Πες μου εσύ, ε κορίτσι, από ποια γενιά είσαι) Σινασσ. -Τακαδόπ. Συνών. γενιά, γονιός, νταμάρι, σινσιλέ, φύτρα