ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γένος (ουσ. ουδ.) γένος [ˈʝenos] Σίλατ., Σινασσ. γένους [ˈʝenus] Τελμ. Αρχ. ουσ. γένος.
Μόνο σε άσμ., γενιά, καταγωγή : || Ασμ. Στάθην και ανηρώτησα από ποιο γένους ένι
Εκεί για που στράφτουν τα γυαλιά, λαμbρίζουν αι κασσίδες;
(Στάθηκα και ρώτησα από ποια γενιά κατάγεται
Από εκεί που αστράφτουν τα κρύσταλλα, που λάμπουν τα κράνη;)
Τελμ. -Lag.
Πες μου κοράσι, πε μου, ’παπού γένος είσαι; (Πες μου, κορίτσι, πες μου, από ποια γενιά κατάγεσαι;) Σίλατ. -Φαρασόπ. Κάτσε εσύ, έι κορασιά, κι εγώ να σε ρωτήσω
Πες μου εσύ, έι κορασιά, από τι γένος είσαι
(Κάτσε κι εσύ, ε κορίτσι, κι εγώ να σε ρωτήσω
Πες μου εσύ, ε κορίτσι, από ποια γενιά είσαι)
Σινασσ. -Τακαδόπ.
Συνών. γενιά, γονιός, νταμάρι, σινσιλέ, φύτρα