γενιάρης
(επίθ.)
γενιάρ'
[ʝeˈɲar]
Μισθ.
Από το ουσ. γένι και το παραγωγ. επίθμ. -ιάρης.
1. Γενειοφόρος
Συνών.
γενάτος :1, σακαλούς :1
2. Αξύριστος
Συνών.
γενάτος