ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γεράζω (ρ.) γεράζου [ʝeˈrazu] Σίλ. γερανίσ̑κω [ʝeraˈniʃko] Αραβαν. γηρανίσ̑κω [ʝiraˈniʃko] Αξ., Γούρδ., Σινασσ., Φλογ. γηρανίσ̑κου [ʝiraˈniʃku] Μαλακ., Μισθ., Φάρασ. 'ηρανέσκω [iraˈnesko] Φάρασ. Αόρ. γέρασα [ˈʝerasa] Σίλ. γήρασα [ˈʝirasa] Μαλακ., Σινασσ., Φλογ. 'ήρασα [ˈirasa] Φάρασ. γέρωσα [ˈʝerosa] Γούρδ. γέρουσα [ˈʝerusa] Φάρασ. Μτχ. γερασμένο [ʝeraˈzmeno] Αραβαν., Τελμ. γερασμένουν [ʝeraˈzmenun] Σίλ. γηρασμένου [ʝiraˈzmenu] Μαλακ. Μεσν. ρ. γεράζω (< αρχ. γηράσκω). Οι τύπ. σε -ίσκω από το νεότ. γερανίσκω, από μεταπλ. του ρ. γεράζω.
Γίνομαι γέρος, μεγαλώνω ό.π.τ. : Τιάζ άρτουπους ρε γεράζει (Αυτός ο άνθρωπος δεν γερνάει) Σίλ. -Κωστ.Σ. Εγώ γήρασα, δε 'φελώ (Εγώ γέρασα, είμαι άχρηστος) Σινασσ. -Αρχέλ. Γέρασασ̑’ μι τούτου τ’ γαϊγού (Γέρασαν μ' αυτή την έγνοια) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5 Γέρασι, σαπούτσ̑ησι (Γέρασε, ξεμωράθηκε) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Αν και γέρωσα, πάλ' όλον αργά πουρπατσώ (Αν και γέρασα, πάλι κάθε βράδυ περπατώ) Γούρδ. -Καράμπ. Ένα γερασμένο άλογο (Ένα γερασμένο άλογο) Τελμ. -Dawk. || Φρ. ’ήρασε ο κω μου σ’ όργον ’bέσου· ’γώ τζ̑ο κατέχω τα τσ̑αι συ κατές τα (Γέρασε ο κώλος μου στην δουλειά· εγώ δεν το ξέρω και το ξέρεις εσύ;˙ ως απάντηση τεχνίτη σε αδαή που κάνει τον ειδικό) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Λύκος αν γιράσ̑', νίσ̑κεται σ̑κυλιού μασκαράς (Ο λύκος αν γεράσει, γίνεται σκυλιού μασκαράς˙ Όταν κανείς γεράσει, τον κοροϊδεύουν) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. || Παροιμ. Σόπου ο δίεβος ’ηρανέσκει, ’ίνεται άιος (Όταν γερνάει ο διάβολος γίνεται άγιος˙ ο άνθρωπος όταν γερνάει, φρονιμεύει) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Λύκος αν γιράσ̑', νίσ̑κεται σ̑κυλιού μασκαράς (Ο λύκος αν γεράσει, γίνεται σκυλιού μασκαράς˙ Όταν κανείς γεράσει, τον κοροϊδεύουν) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. γερονιάζω, κοτζαντώ, πέφτω :5