γερλεστίζω
(ρ.)
γερλαστίζου
[ʝerlaˈstizu]
Μισθ.
γερλεσ̑τι-έου
[ʝerleʃtiˈeu]
Φάρασ.
γερλα̈σ̑τι-έω
[ʝerlæʃtiˈeo]
Αφσάρ.
γελ-λεσ̑τι-έω
[ʝelleʃtiˈeo]
Φάρασ.
Αόρ.
γερλεσ̑τι-έσα
[ʝerleʃtiˈesa]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. yerleşmek = εγκαθίσταμαι, όπου και διαλεκτ. τύπ. yelleşmek (Caferoğlu 1946: 353).