ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γερλεστίζω (ρ.) γερλαστίζου [ʝerlaˈstizu] Μισθ. γερλεσ̑τι-έου [ʝerleʃtiˈeu] Φάρασ. γερλα̈σ̑τι-έω [ʝerlæʃtiˈeo] Αφσάρ. γελ-λεσ̑τι-έω [ʝelleʃtiˈeo] Φάρασ. Αόρ. γερλεσ̑τι-έσα [ʝerleʃtiˈesa] Φάρασ. Από το τουρκ. ρ. yerleşmek = εγκαθίσταμαι, όπου και διαλεκτ. τύπ. yelleşmek (Caferoğlu 1946: 353).
1. Βολεύομαι, τακτοποιούμαι, στρώνομαι Φάρασ. Συνών. ισιεύω, κουρουλντίζω, στρώνω
2. Κάθομαι Μισθ. Συνών. κάθομαι