ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γερλής (επίθ.) γερλής [ʝerˈlis] Σεμέντρ. γερλούς [ʝerˈlus] Φάρασ. γερλή' [ʝerˈli] Αραβ. γερλού [ʝerˈlu] Μισθ. γελ-λούς [ʝelˈlus] Αφσάρ. Θηλ. γερλούσα [ʝerˈlusa] Φάρασ. γελ-λούσα [ʝelˈlusa] Αφσάρ. Πληθ. γερλούδια [ʝerˈluðʝa] Αραβ., Τροχ. Από το τουρκ. επίθ. yerli = ντόπιος. Τύπ. γερλής σε πολλά ν.ε. ιδιώμ.
Ντόπιος ό.π.τ. : Μάνα μ’ και βα μ’ γερλούδια ήτανε (H μάνα μου και ο πατέρας μου ήταν ντόπιοι) Τροχ. -ΚΜΣ-ΚΠ289 Ντέ 'νι μισ̑ώτικου κ'λάτσ̑', γερλού 'νι (Δεν είναι μιστιώτικο παιδί, είναι ντόπιος (Ελλαδίτης)) Μισθ. -Φατ.