γερός
(επίθ.)
γερός
[ʝeˈros]
Φάρασ.
γερό
[ʝeˈro]
Γούρδ.
Μεταγν. επιθ. γερός (< αρχ. ὑγιηρός), πιθ. δάν. από την Κοινή ΝΕ. Υφίσταται σύγχυση μεταξύ των τύπ. της λ. αυτής και της λ. ιλαρός > λιαρός.
Πβ.
λιαρός
Γερός, υγιής
ό.π.τ.
:
Αν και γέρωσα πάλ' όλον αργά πουρπατσώ για να είμαι γερό
(Αν και γέρασα πάλι κάθε βράδυ περπατώ για να είμαι γερός)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Συνών.
αζγούνης, γεγίνης :2, λιαρός, σαγλάμι