ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γερός (επίθ.) γερός [ʝeˈros] Φάρασ. γερό [ʝeˈro] Γούρδ. Μεταγν. επιθ. γερός (< αρχ. ὑγιηρός), πιθ. δάν. από την Κοινή ΝΕ. Υφίσταται σύγχυση μεταξύ των τύπ. της λ. αυτής και της λ. ιλαρός > λιαρός. Πβ. λιαρός
Γερός, υγιής ό.π.τ. : Αν και γέρωσα πάλ' όλον αργά πουρπατσώ για να είμαι γερό (Αν και γέρασα πάλι κάθε βράδυ περπατώ για να είμαι γερός) Γούρδ. -Καράμπ. Συνών. αζγούνης, γεγίνης :2, λιαρός, σαγλάμι