σαγλάμι
(επίθ.)
σαγλάμι
[saˈɣlami]
Τσουχούρ., Φάρασ.
σαγλάμ'
[saˈɣlam]
Μισθ., Ουλαγ., Τροχ., Φλογ.
Πληθ.
σαγλάμηροι
[saˈɣlamiri]
Σίλ.
σαγλάμα
[saˈɣlama]
Τσουχούρ.
Aπό το τουρκ. επίθ. sağlam = α) σώος, γερός β) υγιής γ) σταθερός, αποφασιστικός δ) τίμιος, αξιόπιστος.
1. Γερός, υγιής
ό.π.τ.
:
Tι σαγλάμ' σερνικό 'νι ατό!
(Τι γερός άντρας είναι αυτός!)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Σαγλάμια ντόντζα
(Γερά δόντια)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Γεβαινόσκι τ’ σι̂τμά, ’ενινόσκαμι πολύ σαγλάμηροι
(Περνούσε η ελονοσία, γινόμασταν πολύ γεροί)
Σίλ.
Αούτσα γιασατιέσαμι, ξήσαμι τσαι 'ενόμιστι σαγλάμα
(Έτσι περάσαμε τη ζωή μας, μεγαλώσαμε και γίναμε γεροί)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Mάνα μ' το χώστρα κειότουν από σαγλάμ ξύλο, κειότουν γιαχ'σικλού χώστρα
(Ο αργαλειός της μάνας μου ήταν από γερό ξύλο, ήταν όμορφος αργαλειός)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
Συνών.
αζγούνης, γαΐμ, γεγίνης, γερός, λιαρός