ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαγλάμι (επίθ.) σαγλάμι [saˈɣlami] Τσουχούρ., Φάρασ. σαγλάμ' [saˈɣlam] Μισθ., Ουλαγ., Τροχ., Φλογ. Πληθ. σαγλάμηροι [saˈɣlamiri] Σίλ. σαγλάμα [saˈɣlama] Τσουχούρ. Aπό το τουρκ. επίθ. sağlam = α) σώος, γερός β) υγιής γ) σταθερός, αποφασιστικός δ) τίμιος, αξιόπιστος.
1. Γερός, υγιής ό.π.τ. : Tι σαγλάμ' σερνικό 'νι ατό! (Τι γερός άντρας είναι αυτός!) Μισθ. -Κοτσαν. Σαγλάμια ντόντζα (Γερά δόντια) Μισθ. -Κωστ.Μ. Γεβαινόσκι τ’ σι̂τμά, ’ενινόσκαμι πολύ σαγλάμηροι (Περνούσε η ελονοσία, γινόμασταν πολύ γεροί) Σίλ. Αούτσα γιασατιέσαμι, ξήσαμι τσαι 'ενόμιστι σαγλάμα (Έτσι περάσαμε τη ζωή μας, μεγαλώσαμε και γίναμε γεροί) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Mάνα μ' το χώστρα κειότουν από σαγλάμ ξύλο, κειότουν γιαχ'σικλού χώστρα (Ο αργαλειός της μάνας μου ήταν από γερό ξύλο, ήταν όμορφος αργαλειός) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. Συνών. αζγούνης, γαΐμ, γεγίνης, γερός, λιαρός
2. Στερεός Φάρασ. Συνών. βαστερός