σαϊγουσούζης
(επίθ.)
σαϊγουσούζης
[saiɣuˈsuzis]
Φάρασ.
σαϊγουσούζι
[saiɣuˈsuzi]
Φάρασ.
σαϊγουσούζ
[saiɣuˈsuz]
Μαλακ.
Θηλ.
σαϊγουσούζα
[saiɣuˈsuza]
Από το τουρκ. επίθ. saygısız = ασεβής.
Aπερίσκεπτος, ανεύθυνος, αδιάκριτος
ό.π.τ.