ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαϊγουσούζης (επίθ.) σαϊγουσούζης [saiɣuˈsuzis] Φάρασ. σαϊγουσούζι [saiɣuˈsuzi] Φάρασ. σαϊγουσούζ [saiɣuˈsuz] Μαλακ. Θηλ. σαϊγουσούζα [saiɣuˈsuza] Από το τουρκ. επίθ. saygısız = ασεβής.
Aπερίσκεπτος, ανεύθυνος, αδιάκριτος ό.π.τ.