σακά (I)
(ουσ. ουδ.)
σ̑ακά
[ʃaˈka]
Μαλακ., Σίλ.
Αρσ.
σ̑αχάς
[ʃaˈxas]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. şaka = αστείο.
2. Ως επίρρ., στ' αστεία
Σίλ.
:
Σ̑ακά τα λαλώ
(Αστεία το λέω)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6