ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σακά (I) (ουσ. ουδ.) σ̑ακά [ʃaˈka] Μαλακ., Σίλ. σαχά [saˈxa] Σινασσ. Αρσ. σ̑αχάς [ʃaˈxas] Φάρασ. Πληθ. σαχάδια [saˈxaðʝa] Σινασσ. Από το τουρκ. ουσ. şaka = αστείο.
1. Αστείο ό.π.τ. Συνών. ασλανίχι, γιαρανλίκι, χωρατά
2. Ως επίρρ., στ' αστεία Σίλ. : Σ̑ακά τα λαλώ (Αστεία το λέω) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6
Τροποποιήθηκε: 30/06/2025