σακατεύω
(ρ.)
σακατεύου
[saka'tevu]
Μισθ.
σαχατεύω
[saxaˈtevo]
Σινασσ.
Από το νεότ. ρ. σακατεύω, το οπ. από το τουρκ. ουσ. sakat και το παραγωγ. επίθμ. -εύω.
Προξενώ αναπηρία σε κάποιον
ό.π.τ.
:
Σακάτηψειν ντου απ’ του κρούσημου
(Τον σακάτεψε από το χτύπημα )
Μισθ.
-Κοτσαν.
Σαχατεύτην με τα τσουβάλια που κουβάληνεν ως το βραδύ
(Σακατεύτηκε με τα τσουβάλια που κουβάλαγε από το πρωί ως το βράδυ)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.