ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σακατεύω (ρ.) σακατεύου [saka'tevu] Μισθ. σαχατεύω [saxaˈtevo] Σινασσ. Από το νεότ. ρ. σακατεύω, το οπ. από το τουρκ. ουσ. sakat και το παραγωγ. επίθμ. -εύω.
Προξενώ αναπηρία σε κάποιον ό.π.τ. : Σακάτηψειν ντου απ’ του κρούσημου (Τον σακάτεψε από το χτύπημα ) Μισθ. -Κοτσαν. Σαχατεύτην με τα τσουβάλια που κουβάληνεν ως το βραδύ (Σακατεύτηκε με τα τσουβάλια που κουβάλαγε από το πρωί ως το βράδυ) Σινασσ. -Τακαδόπ.