σακατλαντώ
(ρ.)
σακατλανdώ
[sakatlan'do]
Μισθ.
Από τον αόρ. του τουρκ. ρ. sakatlanmak = μένω ανάπηρος.
1. Μένω ανάπηρος
Σίλ.
2. Παθαίνω κήλη
Μισθ.