ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σακκούλα (ουσ. θηλ.) σακκούλα [saˈkula] Ανακ., Αξ., Μισθ. σακ-κούλα [saˈkkula] Αξ. Από το μεσν. ουσ. σακκούλα, το οπ. από το ουσ. σάκκος και το παραγωγ. επίθμ. -ούλα.
1. Τσάντα, σάκκος ό.π.τ. : Σακκούλα μέσα να α χέκεις (Σε σακκούλα μέσα να τα βάλεις) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Φρ. Εμείς είδαμ’ εσέ και σακκούλα μας να ’ενεί γεμάτο (Εμείς σε είδαμε και ο σάκκος να γεμίσει˙ Το εύχονταν, όταν έβλεπαν τη νέα σελήνη του Μαΐου, προσκυνώντας την και χτυπώντας τη τσέπη με τα χρήματ) Ανακ. -Κωστ.Α. Συνών. ασκί, ντάι, τορβάς, τσουβάλι, χαπικάς
2. Καπνοσακκούλα Αξ.