σακκούλα
(ουσ. θηλ.)
σακκούλα
[saˈkula]
Ανακ., Αξ., Μισθ.
σακ-κούλα
[saˈkkula]
Αξ.
Από το μεσν. ουσ. σακκούλα, το οπ. από το ουσ. σάκκος και το παραγωγ. επίθμ. -ούλα.
1. Τσάντα, σάκκος
ό.π.τ.
:
Σακκούλα μέσα να α χέκεις
(Σε σακκούλα μέσα να τα βάλεις)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Φρ.
Εμείς είδαμ’ εσέ και σακκούλα μας να ’ενεί γεμάτο
(Εμείς σε είδαμε και ο σάκκος να γεμίσει˙ Το εύχονταν, όταν έβλεπαν τη νέα σελήνη του Μαΐου, προσκυνώντας την και χτυπώντας τη τσέπη με τα χρήματ)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Συνών.
ασκί, ντάι, τορβάς, τσουβάλι, χαπικάς
2. Καπνοσακκούλα
Αξ.