σαλαμάς
(ουσ. αρσ.)
σαλαμάς
[salaˈmas]
Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. sallama = κούνημα, λίκνισμα.
Είδος χορού με κίνηση ολόκληρου του σώματος
Σίλ.