σαλβάρι
(ουσ. ουδ.)
σ̑αλβάρι
[ʃalˈvari]
Αφσάρ., Σίλ., Τσουχούρ., Φάρασ.
σ̑αλβάρ'
[ʃalˈvar]
Ανακ., Μαλακ., Μισθ.
σαλβάρ'
[salˈvar]
Ουλαγ., Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ., Τζαλ., Τροχ., Τσαρικ.
σαλαβάρ'
[salaˈvar]
Αραβαν.
Πληθ.
σ̑αλβάρια
[ʃalˈvarʝa]
Αξ., Φάρασ.
σαλβάρε
[salˈvare]
Φάρασ.
σαλβάρια
[salˈvarʝa]
Γούρδ., Μισθ.
σαλβάρα
[sa'lvara]
Μαλακ.
Από το νεότ. ουσ. σαλβάρι (Mackridge 2021: 50), το οπ. από το τουρκ. ουσ. τουρκ. şalvar.
Σαλβάρι, είδος φαρδιού ανατολίτικου παντελονιού, το οπ. ενίοτε φοριόταν και ως εσώρουχο
ό.π.τ.
:
Eίσ̑ε αν πίσι σ̑αλβάρι
(Είχε ένα κακής ποιότητας σαλβάρι)
Φάρασ.
-Dawk.
Φόρουναμ' σκισμένα σαλβάρια μη α παλούμαδα
(Φορούσαμε σκισμένα σαλβάρια με τα μπαλώματα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ταύρισαμ' του σαλβαρού το λτάρι, ξείλτσιν το σαλβάρι του
(Τραβήξαμε το ζωνάρι του σαλβαριού, έπεσε το σαλβάρι του)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.