ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαλβάρι (ουσ. ουδ.) σ̑αλβάρι [ʃalˈvari] Αφσάρ., Σίλ., Τσουχούρ., Φάρασ. σ̑αλβάρ' [ʃalˈvar] Ανακ., Μαλακ., Μισθ. σαλβάρ' [salˈvar] Ουλαγ., Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ., Τζαλ., Τροχ., Τσαρικ. σαλαβάρ' [salaˈvar] Αραβαν. Πληθ. σ̑αλβάρια [ʃalˈvarʝa] Αξ., Φάρασ. σαλβάρε [salˈvare] Φάρασ. σαλβάρια [salˈvarʝa] Γούρδ., Μισθ. σαλβάρα [sa'lvara] Μαλακ. Από το νεότ. ουσ. σαλβάρι (Mackridge 2021: 50), το οπ. από το τουρκ. ουσ. τουρκ. şalvar.
Σαλβάρι, είδος φαρδιού ανατολίτικου παντελονιού, το οπ. ενίοτε φοριόταν και ως εσώρουχο ό.π.τ. : Eίσ̑ε αν πίσι σ̑αλβάρι (Είχε ένα κακής ποιότητας σαλβάρι) Φάρασ. -Dawk. Φόρουναμ' σκισμένα σαλβάρια μη α παλούμαδα (Φορούσαμε σκισμένα σαλβάρια με τα μπαλώματα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ταύρισαμ' του σαλβαρού το λτάρι, ξείλτσιν το σαλβάρι του (Τραβήξαμε το ζωνάρι του σαλβαριού, έπεσε το σαλβάρι του) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr.