ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαλεύω (ρ.) σαλεύω [sa'levo] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Σινασσ., Φάρασ. σαλεύου [sa'levu] Δίλ., Μισθ., Τσουχούρ., Φάρασ. σαλεύγου [saˈlevɣu] Σίλ. Παρατατ. σάλευα [ˈsaleva] Ανακ., Μισθ. σαλεύκα [saˈlefka] Φάρασ. Προστ. Εν. σαλέπ' [saˈlep] Τσουχούρ. σάλιψι [ˈsalipsi] Μισθ. Προστ. Εν. σαλέπ' [saˈlep] Τσουχούρ. Πληθ. σαλεύιτε [saˈlevite] Φάρασ. Παθ. Αόρ. σαλεύτα [saʹlefta] Γούρδ. Μτχ. σαλεμένου [saleˈmenu] Φάρασ. Αρχ. ρ. σαλεύω.
1. Σαλεύω, κουνώ -ιέμαι ό.π.τ. : Δεν το σάλευι καθόλου (Δεν το κουνούσε καθόλου) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Xίτς̑ οπ' τουν ντόπου του ρε σαλεύγει (Καθόλου δεν κουνάει από τον τόπο του) Σίλ. -Dawk.JHS Ντεν εψόφσεν, ακούμ' σαλεύ' (Δεν πέθανε, ακόμη κουνιέται) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Θεός αν ’κέ θέλισ̑κεν, ασ’ σον τόπο τ’ τ͑έρ’ δε σάλευεν (Αν ο Θεός δεν ήθελε, από τον τόπο δεν κουνιόταν πέτρα) Ανακ. -Κωστ.Α. Το μόνα το ζεναάτι μου, να σαλέψω σο βροσ̑όνι μου τ’ οφτά ρουσ̑ία (Η τέχνη μου είναι, να κουνήσω στα χέρια μου τα επτά βουνά) Αφσάρ. -Dawk. Το νερό σάλεψεν το χτέρ’ (Το νερό κούνησε την πέτρα) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887 Κάκα, ιτιά ντα σαλεύ'νει τι είνdι; (Γιαγιά, αυτά που σαλεύουν τι είναι;) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Να καθίσ’, τζ̑ο ε να σαλέπ' (Κάτσε, μην κουνιέσαι) Τσουχούρ. -VLACH Σάλιψι! Πουρπάdα αψά! (Κουνήσου! Περπάτα γρήγορα!) Μισθ. -Φατ. Μη σαλεύιτε, να σας δώκομεν τζαι να σας κρούσωμεν (Μην κουνιέστε, θα σας χτυπήσουμε και θα σας βαρέσουμε) Φάρασ. -Thumb || Παροιμ. Πιρμή βγκεις σ’άβγον bάνου, σάλευ' τα ποράδε σου (Πριν ανεβείς πάνω στο άλογο, κούνα τα πόδια σου˙ για επιπόλαιους που προτρέχουν των γεγονότων) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Άνεμος σα μη φυσήσει, το θαμνί τζ̑ο σαλεύει (Αν δεν φυσήξει ο αέρας, δεν κουνιούνται τα χορτάρια ˙ όλα έχουν μια αιτία) Φάρασ. -Λεβίδ.Παροιμ. Συνών. κιμιλνταντίζω
2. Περπατώ Αξ.
3. Αγγίζω Φάρασ.
4. Τρελαίνομαι, μου σαλεύει Σινασσ., Φάρασ. Πβ. σαλός
β. H παθ. μτχ., σαλεμένος, τρελός Φάρασ.