σαλεύω
(ρ.)
σαλεύω
[sa'levo]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Σινασσ., Φάρασ.
σαλεύου
[sa'levu]
Δίλ., Μισθ., Τσουχούρ., Φάρασ.
σαλεύγου
[saˈlevɣu]
Σίλ.
Παρατατ.
σάλευα
[ˈsaleva]
Ανακ., Μισθ.
σαλεύκα
[saˈlefka]
Φάρασ.
Προστ. Εν.
σαλέπ'
[saˈlep]
Τσουχούρ.
σάλιψι
[ˈsalipsi]
Μισθ.
Προστ. Εν.
σαλέπ'
[saˈlep]
Τσουχούρ.
Πληθ.
σαλεύιτε
[saˈlevite]
Φάρασ.
Παθ. Αόρ.
σαλεύτα
[saʹlefta]
Γούρδ.
Μτχ.
σαλεμένου
[saleˈmenu]
Φάρασ.
Αρχ. ρ. σαλεύω.
1. Σαλεύω, κουνώ -ιέμαι
ό.π.τ.
:
Δεν το σάλευι καθόλου
(Δεν το κουνούσε καθόλου)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Xίτς̑ οπ' τουν ντόπου του ρε σαλεύγει
(Καθόλου δεν κουνάει από τον τόπο του)
Σίλ.
-Dawk.JHS
Ντεν εψόφσεν, ακούμ' σαλεύ'
(Δεν πέθανε, ακόμη κουνιέται)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Θεός αν ’κέ θέλισ̑κεν, ασ’ σον τόπο τ’ τ͑έρ’ δε σάλευεν
(Αν ο Θεός δεν ήθελε, από τον τόπο δεν κουνιόταν πέτρα)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Το μόνα το ζεναάτι μου, να σαλέψω σο βροσ̑όνι μου τ’ οφτά ρουσ̑ία
(Η τέχνη μου είναι, να κουνήσω στα χέρια μου τα επτά βουνά)
Αφσάρ.
-Dawk.
Το νερό σάλεψεν το χτέρ’
(Το νερό κούνησε την πέτρα)
Δίλ.
-ΙΛΝΕ 887
Κάκα, ιτιά ντα σαλεύ'νει τι είνdι;
(Γιαγιά, αυτά που σαλεύουν τι είναι;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Να καθίσ’, τζ̑ο ε να σαλέπ'
(Κάτσε, μην κουνιέσαι)
Τσουχούρ.
-VLACH
Σάλιψι! Πουρπάdα αψά!
(Κουνήσου! Περπάτα γρήγορα!)
Μισθ.
-Φατ.
Μη σαλεύιτε, να σας δώκομεν τζαι να σας κρούσωμεν
(Μην κουνιέστε, θα σας χτυπήσουμε και θα σας βαρέσουμε)
Φάρασ.
-Thumb
|| Παροιμ.
Πιρμή βγκεις σ’άβγον bάνου, σάλευ' τα ποράδε σου
(Πριν ανεβείς πάνω στο άλογο, κούνα τα πόδια σου˙ για επιπόλαιους που προτρέχουν των γεγονότων)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Άνεμος σα μη φυσήσει, το θαμνί τζ̑ο σαλεύει
(Αν δεν φυσήξει ο αέρας, δεν κουνιούνται τα χορτάρια ˙ όλα έχουν μια αιτία)
Φάρασ.
-Λεβίδ.Παροιμ.
Συνών.
κιμιλνταντίζω
2. Περπατώ
Αξ.
3. Αγγίζω
Φάρασ.
β.
H παθ. μτχ., σαλεμένος, τρελός
Φάρασ.