σάλι (II)
(ουσ. ουδ.)
σαλ
[sal]
Μισθ.
σ̑αλ
[ʃal]
Καρατζάβ., Φκόσ.
Από το τουρκ. ουσ. sal (< παλ. τουρκ. sal = πλατφόρμα, κυρ. πλωτή) = α) σχεδία β) διαλεκτ. φορείο γ) φέρετρο δ) όχημα για την μεταφορά του άχυρου.
2. Σχεδία
Φκόσ.
3. Τμήμα του αστερισμού της Μεγάλης Άρκτου
Καρατζάβ.