ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σάλι (II) (ουσ. ουδ.) σαλ [sal] Μισθ. σ̑αλ [ʃal] Καρατζάβ., Φκόσ. Από το τουρκ. ουσ. sal (< παλ. τουρκ. sal = πλατφόρμα, κυρ. πλωτή) = α) σχεδία β) διαλεκτ. φορείο γ) φέρετρο δ) όχημα για την μεταφορά του άχυρου.
1. Φορείο για την μεταφορά του νεκρού Καρατζάβ., Μισθ. : Αμέτε να φέριτι το σαλ (Πηγαίνετε να φέρετε το φορείο για το νεκρό) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. ζυγός, ζύγωμα, ρανί :1
2. Σχεδία Φκόσ.
3. Τμήμα του αστερισμού της Μεγάλης Άρκτου Καρατζάβ.