σαλικί
(ουσ. ουδ.)
σ̑αλικί
[ʃaliˈci]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ουσ. şalaki = ύφασμα σαν σάλι.
Είδος μάλλινου ποικιλόχρωμου υφάσματος