σαλώ
(ρ.)
σαλώ
[saˈlo]
Μισθ.
Από το μεταγν. ρ. σαλαγέω-ῶ = κουνώ. Πιο πιθ. από το πρώιμ. μεσν. σαλαγή = κραυγή και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω, πβ. και αρχ. ρ. σαλαΐζω = θρηνώ.
Σαλαγίζω, οδηγώ με φωνές τα πρόβατα
:
Σαλώ ντα βόια σου βόσ̑κημα
(Οδηγώ τα βόδια στη βοσκή)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.