σαλιντζάκ
(ουσ. ουδ.)
σαλι̂νdζάκ
[salɯn'dzak]
Αξ.
σάλινdζ̑ικ
[ˈsalinʤik]
Μισθ.
σαλίνgιτσια
[sa'liŋɟitsʝa]
Μισθ.
σαλαγκάτσ̑ι
[salaɲˈgatʃi]
Φάρασ.
σάλουνgατσ̑’
[salunˈgatʃ]
Ανακ.
Από το τουρκ. ουσ. salıncak = κούνια, αιώρα, όπου και διαλεκτ. τύπ. salıngaç, sallangaç (THADS, λ. salıngaç, sallangaç).
Ξύλινη κούνια όπου έβαζαν το βρέφος για να το πάρουν στο χωράφι κατά το θερισμό, η οποία κρεμιόταν κάτω από το κάρο
Μισθ.