ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαλιντζάκ (ουσ. ουδ.) σαλι̂νdζάκ [salɯn'dzak] Αξ. σάλινdζ̑ικ [ˈsalinʤik] Μισθ. σαλίνgιτσια [sa'liŋɟitsʝa] Μισθ. σαλαγκάτσ̑ι [salaɲˈgatʃi] Φάρασ. σάλουνgατσ̑’ [salunˈgatʃ] Ανακ. Από το τουρκ. ουσ. salıncak = κούνια, αιώρα, όπου και διαλεκτ. τύπ. salıngaç, sallangaç (THADS, λ. salıngaç, sallangaç).
Ξύλινη κούνια όπου έβαζαν το βρέφος για να το πάρουν στο χωράφι κατά το θερισμό, η οποία κρεμιόταν κάτω από το κάρο Μισθ.