ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαλιαγκός (ουσ. αρσ.) σαλιαγκός [saʎaŋˈgos] Γούρδ. σαλιάγκος [saʹʎaŋgos] Σινασσ. σαϊλάγκος [saiʹlaŋgos] Μαλακ. σεϊλέγκος [seiʹleŋgos] Ποτάμ., Σινασσ. Αντιδάν. μέσω του τουρκ. ουσ. salyangoz = σαλιγκάρι, το οπ. από το νεότ. ουσ. σάλιαγκος (Λεξ. Σομ.) < μεσν. ουσ. σάλιακας (Meyer 1893: 27).
Σαλιγκάρι ό.π.τ.