σαλιαγκός
(ουσ. αρσ.)
σαλιαγκός
[saʎaŋˈgos]
Γούρδ.
σαλιάγκος
[saʹʎaŋgos]
Σινασσ.
σαϊλάγκος
[saiʹlaŋgos]
Μαλακ.
σεϊλέγκος
[seiʹleŋgos]
Ποτάμ., Σινασσ.
Αντιδάν. μέσω του τουρκ. ουσ. salyangoz = σαλιγκάρι, το οπ. από το νεότ. ουσ. σάλιαγκος (Λεξ. Σομ.) < μεσν. ουσ. σάλιακας (Meyer 1893: 27).
Σαλιγκάρι
ό.π.τ.