ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαλγούνι (ουσ. ουδ.) σαλγούνι [salˈɣuni] Σίλ. σαλγούν’ [salˈɣun] Σινασσ. Πληθ. σαλγούνια [sal'ɣuɲa] Μαλακ., Σινασσ. Από το παλαιότ. τουρκ. ουσ. salgun και salgın = ετήσιος φόρος (TS, salgun).
Φόρος ό.π.τ. : Παιρί μου, τούτου γούλου κάτ’ σωρεί μάτσι μου, νάγαdα παίρ’ του μάτσι μου, χες ρε σε ρώσουσι σαλγούνι (Παιδί μου, όλο αυτό κάτω (που) βλέπει το μάτι μου, όσο παίρνει το μάτι μου, καθόλου δεν θα δώσουν φόρο) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ4 Συνών. βεργκί, γκιουμρούκι :2, δόσιμο, εμπλάκι, χαράτσι
Τροποποιήθηκε: 22/06/2025