σαλγούνι
(ουσ. ουδ.)
σαλγούνι
[salˈɣuni]
Σίλ.
Πληθ.
σαλγούνια
[sal'ɣuɲa]
Μαλακ.
Από το παλαιότ. τουρκ. ουσ. salgın = ετήσιος φόρος.
Φόρος
ό.π.τ.
:
Παιρί μου, τούτου γούλου κάτ’ σωρεί μάτσι μου, νάγαdα παίρ’ του μάτσι μου, χες ρε σε ρώσουσι σαλγούνι
(Παιδί μου, όλο αυτό κάτω (που) βλέπει το μάτι μου, όσο παίρνει το μάτι μου, καθόλου δεν θα δώσουν φόρο)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ4
Συνών.
βεργκί, γκιουμρούκι :2, δόσιμο :2, εμπλάκι, χαράτσι