ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαλαμούρα (ουσ. θηλ.) σαλαμούρα [salaˈmura] Σινασσ. σαλαμόρα [salaˈmora] Γούρδ. Από το νεότ. ουσ. σαλαμούρα (βλ. Λεξ. Πόρτ., σ. 435), το οπ. από το βεν. ουσ. salamora. Πβ. και τουρκ. salamura.
Σαλαμούρα, άλμη για τη συντήρηση τροφίμων ό.π.τ.