σαλαμούρα
(ουσ. θηλ.)
σαλαμούρα
[salaˈmura]
Σινασσ.
σαλαμόρα
[salaˈmora]
Γούρδ.
Από το νεότ. ουσ. σαλαμούρα (βλ. Λεξ. Πόρτ., σ. 435), το οπ. από το βεν. ουσ. salamora. Πβ. και τουρκ. salamura.
Σαλαμούρα, άλμη για τη συντήρηση τροφίμων
ό.π.τ.