σακκοράφι
(ουσ.)
σακοράφι
[sakoˈrafi]
Φάρασ.
σακουράφι
[sakuˈrafi]
Φάρασ.
σακουράφ
[sakuˈraf]
Μαλακ.
σακράφ'
[sakˈraf]
Αραβαν., Αραβ., Γούρδ., Μισθ., Φερτάκ.
τσακράφ'
[tsakˈraf]
Αραβαν.
Θηλ.
σακοράφα
[sakoˈrafa]
Σινασσ.
Από το μεσν. ουσ. σακκοράφιον. Ο τύπ. σακοράφα με αλλαγή γέν.
Mεγάλη και χοντρή βελόνα που χρησιμοποιείται για ράψιμο με χοντρό σκοινί
ό.π.τ.
:
τζ̑έντσεν ντα ο νομάτ μο ντο σακοράφι
(Το τρύπησε ο άνθρωπος με μιά σακοράφα)
Φάρασ.
-Dawk.
|| Παροιμ.
Τσ̑ένdα το σακκουράφι ση χώρα, τσ̑ένdα τσ̑αι το βϊόνι σε σένα
(Κέντα την σακκοράφα στους ξένους, κέντα και το βελόνι σε σένα˙ Πριν κάνεις το κακό, δοκίμασε το πρώτα και σε σένα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.