ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σακκοράφι (ουσ.) σακοράφι [sakoˈrafi] Φάρασ. σακουράφι [sakuˈrafi] Φάρασ. σακουράφ [sakuˈraf] Μαλακ. σακράφ' [sakˈraf] Αραβαν., Αραβ., Γούρδ., Μισθ., Φερτάκ. τσακράφ' [tsakˈraf] Αραβαν. Θηλ. σακοράφα [sakoˈrafa] Σινασσ. Από το μεσν. ουσ. σακκοράφιον. Ο τύπ. σακοράφα με αλλαγή γέν.
Mεγάλη και χοντρή βελόνα που χρησιμοποιείται για ράψιμο με χοντρό σκοινί ό.π.τ. : τζ̑έντσεν ντα ο νομάτ μο ντο σακοράφι (Το τρύπησε ο άνθρωπος με μιά σακοράφα) Φάρασ. -Dawk. || Παροιμ. Τσ̑ένdα το σακκουράφι ση χώρα, τσ̑ένdα τσ̑αι το βϊόνι σε σένα (Κέντα την σακκοράφα στους ξένους, κέντα και το βελόνι σε σένα˙ Πριν κάνεις το κακό, δοκίμασε το πρώτα και σε σένα) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.