ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σακιντίζω (ρ.) σακινdίζω [sacın'dizo] Μαλακ. σακ̇ινdίζω [sakın'dizo] Αξ. σακουνdίζου [sakun'dizu] Μισθ. σαχ̇ινdίζω [saxinˈdizo] Φάρασ. σαχ̇ινdάω [saxinˈdao] Φάρασ. σαχινdάου [saçinˈdau] Φάρασ. σάqι̂να [ˈsaqɯna] Ουλαγ. Από το τουρκ. ρ. sakınmak = α) φυλάγομαι β) αποφεύγω, όπου και διαλεκτ. τύπ. sahınmak.
Προσέχω, φυλάγομαι ό.π.τ. : Σακούνdιζα μη πάθου ένα σιέί (Πρόσεχα να μην πάθω τίποτα) Μισθ. -Κοτσαν. Έλα, πιάσ’ το ντεβέ. ας πω ’ώ, ας φέρω τα μαχαίρια. σάqι̂να με το σαλντάσ’ (Έλα, πιάσε την καμήλα, ας πάω εγώ να φέρω τα μαχαίρια, πρόσεχε μη φύγει) Ουλαγ. -Dawk.