σακιρτατίζω
(ρ.)
σ̑ακιρτατἰζω
[ʃacirtaˈtizo]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ρ. şakırdamak = παράγω κρότο και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Παράγω κρότο