σάκκος
(ουσ. ουδ.)
σάκκος
[ˈsakos]
Φάρασ.
σάκκο
['sako]
Αξ., Τροχ.
σάκκου
['saku]
Μισθ.
σακκός
[saˈkos]
Φάρασ.
Από το μεσν. ουσ. σάκκος = είδος στενού επενδύτη, που φορούσαν συνήθως οι πατριάρχες και οι αυτοκράτορες σε κάποιες πολύ επίσημες τελετές (μεταγν. σημ. ‘ένδυμα από τραχύ ύφασμα’, αρχ. σημ. ‘χοντρό τρίχινο ύφασμα, σακκί’).
1. Σακάκι, πανωφόρι
ό.π.τ.
:
Μέγα δου σάκκου, δου πασ̑ύ
(Το μεγάλο του σακάκι, το παχύ)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Πήρα μακαρίτισσα μητέρα μ’ το σάκκο
(Πήρα το πανωφόρι της μακαρίτισσας της μάνας μου)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1556
Πάμε, πάρ’ το σάκκο σ’
(Πάμε, πάρε το σακκάκι σου)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1556
Συνών.
μασλάχι
2. Σχολική σάκα
Μισθ.
:
Τσ̑άτα τ' σάκκου σ' τσ̑' άμι
(Κούμπωσε την σάκα σου και πήγαινε)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Τροποποιήθηκε: 19/10/2025