σάκκος
(ουσ. ουδ.)
σάκκος
[ˈsakos]
Φάρασ.
σάκκο
['sako]
Αξ.
σάκκου
['saku]
Μισθ.
σακκός
[saˈkos]
Φάρασ.
Από το αρχ. ουσ. σάκκος = α) χοντρό τρίχινο ύφασμα β) σακκί.
1. Σακάκι
ό.π.τ.
:
Μέγα δου σάκκου, δου πασ̑ύ
(Το μεγάλο του σακάκι, το παχύ)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
2. Σχολική σάκα
Μισθ.
:
Τσ̑άτα τ' σάκκου σ' τσ̑' άμι
(Κούμπωσε την σάκα σου και πήγαινε)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.