ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

σαλάκα (ουσ.) σ̑αλάκ [ʃa'lak] Αξ. σαλάκα [sa'laka] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Σίλατ., Σινασσ., Φερτάκ., Φλογ. σάλακα ['salaka] Μισθ., Ουλαγ. σ̑ελέκ [ʃe'lek] Αξ., Μαλακ., Ουλαγ., Σινασσ., Τζαλ. τσάκα ['tsaka] Φάρασ. σ̑άκι ['ʃaci] Φάρασ. σαλάχι [sa'laçi] Φάρασ. Πληθ. σ̑ελέgια [ʃe'leɟa] Φλογ. Από το παλαιό αρμεν. (< περσ.) ουσ. շալակ (šalak) = α) σάκος β) φορτίο γ) ώμοι, πλάτη, πβ. και τουρκ. διαλεκτ. şelek = φορτίο (TSS, λ. şelek). Κατά τον Καραποτόσογλου (2003: 208-209) από το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. şellak = ταγάρι ζητιάνου.
1. Φορτίο, συνήθ. αυτό που τίθεται μπροστά ως αντίβαρο του φορτίου της πλάτης Αξ., Μαλακ., Ουλαγ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ. : Τα κορίτσ̑ια φόρτωσε τα σ̑ελέgια τ'νε (Φόρτωσε τα κορίτσια με τα φορτία τους) Φάρασ. -Dawk. Πβ. αγιάρι
β. Δεμάτι Τζαλ.
2. Tσέπη που βρίσκεται στο στήθος, δεξιά ή αριστερά κ.α., Μισθ., Ουλαγ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ. : Να έδω και το χαρτιό στη σαλάκα μ' αν θέλεις να σε το δώκω (Να εδώ και το γράμμα στην τσέπη μου, αν θέλεις να σου το δώσω) Σινασσ. -Τακαδόπ. Πήρεν ντα τσ̑αι τος τσ̑αι μούωσέν ντα σην τσάκα του (Τα πήρε κι αυτός και τα έκρυψε στον κόρφο του) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. || Ασμ. κόρη μου, σαλάκα κι χωρείς, σε κόλφο κε μουλώνεις. (Kόρη μου, σε τσέπη δε χωράς, σε αγκαλιά δεν κρύβεσαι) Σινασσ. -Lag.
3. Κόρφος, στήθος Αραβαν., Μαλακ., Σινασσ., Φάρασ. : Το φύλαξα στη σαλάκα μ’ (Το φύλαξα στον κόρφο μου) Σινασσ. -Βλασ. Παίνισκε σο μάμα τ’ κονdά, άνοιξε το σαλάκα τ’, γιχλάνdι̂ζε και άρχευε και βύζανε (Πήγαινε στην μάνα του κοντά, άνοιγε τον κόρφο της, καθόταν και άρχιζε και βύζαινε) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. || Φρ. Τ’ χαβασ̑ί μ’ πόμνεν ’ς σαλάκα μ’ (Η χαρά μου ἐμεινε στον κόρφο μου˙ ο πόθος μου έμεινε απραγματοποίηστος) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. || Ασμ. Γαλίτσ̑εψεν σ' άβγον ο πουσάκας μου, τσ̑ι 'εμώθη καυτσ̑ησία η τσάκα μου (Καβαλίκεψε σε άλογο ο πασάκας μου, και γέμισε περηφάνεια το στήθος μου) Φάρασ. -Λαμπρ. Συνών. γκοβίς, κόρφος, στήθος
4. Γυναικείος μαστός Αξ., Μαλακ., Σινασσ., Φλογ. Συνών. κόρφος