σαλάκα
(ουσ.)
σ̑αλάκ
[ʃa'lak]
Αξ.
σαλάκα
[sa'laka]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Σίλατ., Σινασσ., Φερτάκ., Φλογ.
σάλακα
['salaka]
Μισθ., Ουλαγ.
σ̑ελέκ
[ʃe'lek]
Αξ., Μαλακ., Ουλαγ., Σινασσ., Τζαλ.
τσάκα
['tsaka]
Φάρασ.
σ̑άκι
['ʃaci]
Φάρασ.
σαλάχι
[sa'laçi]
Φάρασ.
Πληθ.
σ̑ελέgια
[ʃe'leɟa]
Φλογ.
Από το παλαιό αρμεν. (< περσ.) ουσ. շալակ (šalak) = α) σάκος β) φορτίο γ) ώμοι, πλάτη, πβ. και τουρκ. διαλεκτ. şelek = φορτίο (TSS, λ. şelek). Κατά τον Καραποτόσογλου (2003: 208-209) από το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. şellak = ταγάρι ζητιάνου.
1. Φορτίο, συνήθ. αυτό που τίθεται μπροστά ως αντίβαρο του φορτίου της πλάτης
Αξ., Μαλακ., Ουλαγ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ.
:
Τα κορίτσ̑ια φόρτωσε τα σ̑ελέgια τ'νε
(Φόρτωσε τα κορίτσια με τα φορτία τους)
Φάρασ.
-Dawk.
Πβ.
αγιάρι
β.
Δεμάτι
Τζαλ.
2. Tσέπη που βρίσκεται στο στήθος, δεξιά ή αριστερά
κ.α., Μισθ., Ουλαγ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ.
:
Να έδω και το χαρτιό στη σαλάκα μ' αν θέλεις να σε το δώκω
(Να εδώ και το γράμμα στην τσέπη μου, αν θέλεις να σου το δώσω)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Πήρεν ντα τσ̑αι τος τσ̑αι μούωσέν ντα σην τσάκα του
(Τα πήρε κι αυτός και τα έκρυψε στον κόρφο του)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
|| Ασμ.
κόρη μου, σαλάκα κι χωρείς, σε κόλφο κε μουλώνεις.
(Kόρη μου, σε τσέπη δε χωράς, σε αγκαλιά δεν κρύβεσαι)
Σινασσ.
-Lag.
3. Κόρφος, στήθος
Αραβαν., Μαλακ., Σινασσ., Φάρασ.
:
Το φύλαξα στη σαλάκα μ’
(Το φύλαξα στον κόρφο μου)
Σινασσ.
-Βλασ.
Παίνισκε σο μάμα τ’ κονdά, άνοιξε το σαλάκα τ’, γιχλάνdι̂ζε και άρχευε και βύζανε
(Πήγαινε στην μάνα του κοντά, άνοιγε τον κόρφο της, καθόταν και άρχιζε και βύζαινε)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Φρ.
Τ’ χαβασ̑ί μ’ πόμνεν ’ς σαλάκα μ’
(Η χαρά μου ἐμεινε στον κόρφο μου˙ ο πόθος μου έμεινε απραγματοποίηστος)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Ασμ.
Γαλίτσ̑εψεν σ' άβγον ο πουσάκας μου, τσ̑ι 'εμώθη καυτσ̑ησία η τσάκα μου
(Καβαλίκεψε σε άλογο ο πασάκας μου, και γέμισε περηφάνεια το στήθος μου)
Φάρασ.
-Λαμπρ.
Συνών.
γκοβίς, κόρφος, στήθος