κόρφος
(ουσ. αρσ.)
κόλφος
[ˈkolfos]
Ανακ., Αραβαν., Σινασσ.
κόλφους
[ˈkolfus]
Σίλ.
γκόλφους
[ˈgolfus]
Σίλ.
κόφλος
[ˈkoflos]
Γούρδ.
γκόφλος
[ˈgoflos]
Γούρδ.
κόρφος
[ˈkorfos]
Σινασσ.
κόρφας
[ˈkorfas]
Τελμ., Φάρασ.
κόφας
[ˈkofas]
Φάρασ.
Από το μεταγν. ουσ. κόλφος < δημώδ. λατιν. ή υστερολατιν. colfus < αντιδαν. από το αρχ. κόλπος. Ο τύπ. κόρφος μεσν., από το κόλφος με [l > r] πριν από σύμφ.
1. O κόρφος, η αγκαλιά
ό.π.τ.
:
Σου Θεγού σον κόλφο
(Στην αγκαλιά του Θεού)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Παρά έσ'κα τα 'ς τουν κόλφου μου
(Τα λεφτά τα έβαλα στον κόρφο μου)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Είπαν σ’ ετό σο ναίκα: «Άνοιξε τον γκόφλο σ'»
(Είπαν σ' αυτή την γυναίκα: «Άνοιξε τον κόρφο σου»)
Γούρδ.
-Dawk.
Γέννησε σο κόφα του δύ' ωβά
(Γέννησε στον κόρφο του δύο αβγά)
Φάρασ.
-Lag.
Γιόμωσε τον κόλφο τ’ λίρες
(Γέμισε τον κόρφο του λίρες)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
|| Φρ.
Κάτσες σον γκόφα μου να μαδείς τα γένε μου
(Έκατσες στον κόρφο μου να μαδάς τα γένια μου˙ γι' αυτούς που ανταποδίδουν το καλό με κακό)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Ασμ.
Διπλή δένουν τον σίδηρον και διπλή το 'λυσίδι
Ρίπτουν και στον κόρφαν του τρικέφαλο το φίδι. (Διπλά δένουν το σίδηρο και διπλά την αλυσίδα
Ρίχνουν και στον κόρφο του τρικέφαλο το φίδι) Τελμ. -Lag. Αμέτρητα τα ξέβαλε, κι αψήφητα, τα δώκε.
γεμώνει τα τον κόλφον του, κλαίει και παραμαίνει (Tα έβγαλε χωρίς να τα μετρήσει, τα έδωσε χωρίς να τα υπολογίσει (ενν. τα χρήματα)
τα χώνει στον κόρφο του, γυρίζει πίσω κλαίγοντας) Σινασσ. -Lag. Συνών. σαλάκα :3
Ρίπτουν και στον κόρφαν του τρικέφαλο το φίδι. (Διπλά δένουν το σίδηρο και διπλά την αλυσίδα
Ρίχνουν και στον κόρφο του τρικέφαλο το φίδι) Τελμ. -Lag. Αμέτρητα τα ξέβαλε, κι αψήφητα, τα δώκε.
γεμώνει τα τον κόλφον του, κλαίει και παραμαίνει (Tα έβγαλε χωρίς να τα μετρήσει, τα έδωσε χωρίς να τα υπολογίσει (ενν. τα χρήματα)
τα χώνει στον κόρφο του, γυρίζει πίσω κλαίγοντας) Σινασσ. -Lag. Συνών. σαλάκα :3
3. Μασχάλη
Σίλ.
:
Μπαίνει τα σολάχıν τζης τουν κόλφου
(Τα βάζει στην αριστερή της μασχάλη)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5
Συνών.
μασκάλη :1