ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κοσάνι (ουσ. ουδ.) qoσ̑άνι [qoˈʃani] Μαλακ. κοσ̑άν' [koˈʃan] Ανακ., Μαλακ. κοσάν [koˈsan] Ανακ. χοσάν [xoˈsan] Ανακ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. koşan = α) συγκέντρωση των βοοειδών για να καταμετρηθούν β) σκεπαστή στάνη για το άρμεγμα των ζώων (THADS, λ. koşan I, ΙII).
1. Τοποθέτηση αιγοπροβάτων στην σειρά, με την βοήθεια σχοινιού, προκειμένου να αρμεχθούν ό.π.τ. : || Ασμ. Τα πρόβατά μου στο qοσ̑άνι και τα τα χτηνιά μ’ αλίμεχτα,
το μικρό μου στο νανούδι, τα ψωμιά μου 'ς το τ͑ουνdούρι
((Τα πρόβατά μου έτοιμα για άρμεγμα, οι αγελάδες μου ανάρμεχτες,
το μωρό μου στην κούνια, τα ψωμιά μου στον φούρνο))
Μαλακ. -ΚΜΣ-ΚΠ177
2. Το σχοινί με το οποίο περιορίζονται τα αιγοπρόβατα για να αρμεχθούν Μαλακ.
3. Ως επιφών., παράγγελμα σε αιγοπρόβατα να πλησιάσουν και να σταθούν φρόνιμα για να αρμεχθούν Ανακ.
Πβ. χος