ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κορονότζακο (ουσ. ουδ.) κορονότζακο [koroˈnodzako] Σινασσ. Πιθ. από το μεταγν. ουσ. καρώ = μάραθο, όπου νεότ. τύπ. κάρωνας, καρώνα, καρωνάκι = α) κώνειο β) αρσενικό κρεμμύδι, οι οπ. απαντούν σε διάφορα ν.ε. ιδιώμ. (αρχείο ΙΛΝΕ). Το β΄ συνθ. πιθ. συνδέεται με το ουσ. oτζάκι με την σημ. 'μυστική θεραπευτική συνταγή'.
Δηλητηριώδες και ναρκωτικό ποώδες φυτό, είδος καμπανούλας, το οπ. χρησιμοποιείται στην θεραπεία του πονόδοντου.