ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κορκουντίζω (ρ.) γορκ͑ουτσ̑ίζου [ɣοrkhuˈtʃizu] Σίλ. γορκουτ-τούζω [ɣorkutˈtuzo] Αραβαν. γκορκουτ-τού [gorkutˈtu] γορκ͑ιdώ [ɣοrkʰɯˈdo] Σίλ. Αόρ. qορqούτ'σα [qorˈqutsa] Ουλαγ. Από τον αορ. korkuttu του τουρκ. ρ. korkutmak = φοβερίζω.
1. Φοβερίζω ό.π.τ. : Ήρτε ένα ναίκα και qορqούτσε με (Ήρθε μιά γυναίκα και με φοβέρισε) Ουλαγ. -Dawk. Μένα μη μου γορκ͑ουτζίεις, ’γώ ρέ σου φοβάμαι (Eμένα μη με φοβερίζεις, εγώ δεν σε φοβάμαι) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. γαχουρλαΐζω :2, φοβερίζω :1
2. Φοβίζω Σίλ. : Γορκούτσ̑ισές μου, φοβήσ’κα (Με τρόμαξες, φοβήθηκα) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6