κορκουντίζω
(ρ.)
γορκ͑ουτσ̑ίζου
[ɣοrkhuˈtʃizu]
Σίλ.
γορκουτ-τούζω
[ɣorkutˈtuzo]
Αραβαν.
γκορκουτ-τού
[gorkutˈtu]
γορκ͑ιdώ
[ɣοrkʰɯˈdo]
Σίλ.
Αόρ.
qορqούτ'σα
[qorˈqutsa]
Ουλαγ.
Από τον αορ. korkuttu του τουρκ. ρ. korkutmak = φοβερίζω.
1. Φοβερίζω
ό.π.τ.
:
Ήρτε ένα ναίκα και qορqούτσε με
(Ήρθε μιά γυναίκα και με φοβέρισε)
Ουλαγ.
-Dawk.
Μένα μη μου γορκ͑ουτζίεις, ’γώ ρέ σου φοβάμαι
(Eμένα μη με φοβερίζεις, εγώ δεν σε φοβάμαι)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Συνών.
γαχουρλαΐζω :2, φοβερίζω :1
2. Φοβίζω
Σίλ.
:
Γορκούτσ̑ισές μου, φοβήσ’κα
(Με τρόμαξες, φοβήθηκα)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6