ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κορίτσι (ουσ. ουδ.) κορίτσι [koˈritsi] Μισθ., Σίλ., Φάρασ. γκορίτσι [goˈritsi] Φάρασ. γκορίdζι [koˈridzi] Τσουχούρ. κορίdζι [koˈridzi] Σινασσ., Φάρασ. κορίτσ' [koˈrits] Μισθ. κορίτσ̑ι [koˈritʃi] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ., Τελμ., Φερτάκ., Φλογ. κορίτσ̑' [koˈritʃ] Ανακ., Αξ., Αραβ., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Μπέηκ., Ουλαγ., Σίλατ., Τελμ., Τροχ., Τσαρικ., Φερτάκ., Φλογ. κουρίτσ̑' [kuˈritʃ] Μισθ. κορίσ̑' [koˈriʃ] Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Τελμ., Τροχ., Τσαρικ., Φερτάκ., Φλογ. Κλητ. κόριτσ' [ˈkorits] Μισθ., Φλογ. κόρισ̑' [ˈkoriʃ] Αραβαν. Από το μεσν. ουσ. κορίτζιν, το οπ. από το αρχ. ουσ. κόρη και το υποκορ. επίθμ. -ίτζιν > -ίτσι. Για τον αναβιβασμό του τόνου στην κλητ. βλ. Φωστέρης & Κεσίσογλου (1960: 4).
1. Θηλυκό παιδί, θυγατέρα ό.π.τ. : Έπ'κε ερυό φσ̑έγια, το ένα παιρί και το άλλο κορίτσ̑'. Το ένα γελά, πέφτουν γκιούλια, το άλλο κλαίγ̑', πέφτουν τζεβαΐρια (Έκανε δυο παιδιά, το ένα αγόρι, το άλλο κορίτσι. Το ένα γελά, πέφτουν τριαντάφυλλα, το άλλο κλαίει, πέφτουν μαργαριτάρια) Αραβαν. -Φωστ. Ασ’ ένα χρόνο ύστερα ναίκα τ’ γένν’σεν ένα κορίτσ̑’ και είχαν γιανάχια σαν dο όιμα (Ένα χρόνο αργότερα η γυναίκα του γέννησε ένα κορίτσι που είχε μάγουλα (κόκκινα) σαν αίμα)) Σίλατ. -Dawk. Να πεις σο πατισ̑άχο να με ντώκ' το κορίτσ̑ι τ' (Να πεις στον βασιλιά να μου δώσει την κόρη του (για γυναίκα μου)) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Κόριτσ', τάισ' ντα βόια να πάμ' σου κόμμα (Κόρη μου, τάισε τα βόδια για να πάμε στο χωράφι) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ήχ̑ταν ντύο μπαιντιά ορφανά αζ' μάνα, τὄνα παιγί και τ' άλλο κορίτσ̑' (Ήταν δυο παιδιά ορφανά από μάνα, το ένα αγόρι και το άλλο κορίτσι) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Άιτε να σεμαδέψουμε το κορίτσ̑’ μας (Άντε ν' αρραβωνιάσουμε την κόρη μας) Φερτάκ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Μητέρα σ' να φάξ̑ει το κορίσ̑’ και πατέρα το παιρί (Η μητέρα σας θα σφάξει το κορίτσι και ο πατέρας το αγόρι) Γούρδ. -Dawk. Του βασιλού το κορίτσ̑' όρτωσεν (Η κόρη του βασιλιά έγινε καλά) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Πατισ̑αχιού το κορίσ̑’ ζομbόλα το (Την κόρη του βασιλιά ξέχνα την) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ντο κορίτσι μ' έπ'κα το νύφ' (Πάντρεψα την κόρη μου) Ουλαγ. -Κεσ. || Φρ. Κορίτσα - παιρίτσα (Κορίτσα - αγόρια˙ λεγόταν κατά το μάδημα των πετάλων του χαμομηλιού, προκειμένου να μαντέψουν αν η έγκυος θα κάνει αγόρι ή κορίτσι ) Γούρδ. -Καράμπ. Παιρίσ̑ - κορίσ̑' (Αγόρι - κορίτσι˙ το ίδιο) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Λούβα μ' ντου κορίτσ' (Του θείου μου η κόρη˙ Η ξαδέλφη μου) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ντο κορίτσ̑ι μ' έπ'κα το νύφ' (Το κορίτσι μου το έκανα νύφη˙ Πάντρεψα το κορίτσι μου) Ουλαγ. -Κεσ. || Παροιμ. T' αγαπά το κορίτσ̑ι τ' κανείς στον άντρα ντεν ντο ντίν', και τ' αγαπά το παιγί τ' στο ντιάσκαλε ντεν ντο γιολ-λανdι̂́ζ̑' (Όποιος αγαπά την κόρη του δεν την δίνει σε άντρα, και όποιος αγαπά το γιό του δεν το στέλνει στον δάσκαλο˙ για την σκληρή συμπεριφορά των συζύγων και των δασκάλων) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. χίζα :1
2. Νέα γυναίκα, κοπέλα ό.π.τ. : Έπ’καν το γκάμο και το κορίτσ̑’ γκαστρώθην (Έκαναν τον γάμο και η κοπέλα έμεινε έγκυος) Τελμ. -Dawk. Ντα κορίτσα εκείνα πηάιξαν άλλος ένα γιαλι̂́χ', άλλος ένα μέτρο τσίτι (Τα κορίτσια εκείνα έφερναν άλλο ένα μαντήλι άλλο ένα μέτρο φόρεμα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Κατέβη 'σ' τ' άβγο· έβγκη πάνου σο κορίτζι κονdά (Κατέβηκε απ' το άλογό του· πήγε μέχρι το κορίτσι) Φάρασ. -Dawk. Έλαμψε όλο το μέρος και 'φάνην' ένα πρόσωπο κοριτζιού από ψελά ασ' ένα παλάτ' (Έλαμψε όλος ο τόπος και φάνηκε το πρόσωπο ενός κοριτσιού από ψηλά από ένα παλάτι) Σινασσ. -Αρχέλ. Κόρες πααίνουσ̑ι, μπεκ͑ιάρια κορίτσ̑α, τόσες φορές πααίνουσ̑ι τσ̑ην 'gλησ̑ά. bασκάσες τες ημέρες ρεν παγαίνουμι, μάναχα αυτές τες ημέρες παγαἰνουμι. Άdρηροι παγαίνουσ̑ι, μάναχα τα κορίτσα ρεν ξεβαίνουσ̑ι όξω (Οι κόρες, τα ανύπαντρα κορίτσια τόσες φορές πηγαίνουν (μόνο) στην εκκλησία. Τις άλλες μέρες δεν πηγαίνουμε, μόνο αυτές τις μέρες πηγαίνουμε. Οι άντρες πηγαίνουν, μόνο τα κορίτσια δεν βγαίνουν έξω.) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ήγρεψεν ντι κι αν γκορίτσι σο κ͑αβάχιμ bάνου (Είδε ένα κορίτσι πάνω στην λέυκα) Φάρασ. -Dawk. Είπιν του κουρίτσ̑' του παιί (Είπε το κορίτσι στο αγόρι) Μισθ. -Dawk. Μωρ' κόρισ̑'! (Μωρέ κορίτσι!) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Είπε τσ̑ίγαλ' 'έν-ναν το όργατα και ηύρε το κορίσ̑' το άνdρα τ' (Αφηγήθηκε πώς έγιναν αυτά που έγιναν και η κοπέλα βρήκε τον άντρα της) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Το νιέται νύφ' το κορίτσ̑' να το πάρουμ' εμείς, να γενεί εγιά 'σ' το παλληκάρ' νύφ' (Το κορίτσι που παντρεύεται θα το πάρουμε εμείς, θα γίνει γυναίκα αυτού του παλληκαριού) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. O Σάβας 'ύριψινι αν γκορίτζι· τζ̑ο δώκαν ντα (Ο Σάββας ζήτησε μιά κοπέλα· δεν του την έδωσαν) Τσουχούρ. -Dawk. Αρέζου σα κορίτσ̑α (Αρέσω στα κορίτσια) Μισθ. -Κοτσαν. Ζωγράφος έπ’κε με το μολύβι κοριτσ̑ού το ’κόνα και χάρ’σεν στο σεμαρεμένο τ’ (Ο ζωγράφος έφτιαξε με το μολύβι την εικόνα της κοπέλας και τη χάρισε στον αρραβωνιαστικό της) Γούρδ. -Καράμπ. Κόριτσ’, γιάτ’ χάλασες, γιάτ’ δεν αφήκες τερμόν’; (Κορίτσι μου, γιατί το χάλασες, γιατί δεν άφησες σύνορο ανάμεσα στα χωράφια;) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811 Κόριτσ’, τάισ’ ντα βόια να πάμ’ σου κόμμα (Κορίτσι μου, τάισε τα βόδια για να πάμε στο χωράφι) Μισθ. -Κωστ.Μ. || Παροιμ. Σου κορ'τζού κρουν τσ̑αι παίρουν, σου φσ̑αχού χαπάριν τζ̑ο 'χουν (Στου κοριτσιού δίνουν και παίρνουν, στου αγοριού χαμπάρι δεν έχουν˙ στο σπίτι του κοριτσιού έχουνε μεγάλες χαρές επειδή πιστεύουν εσφαλμένα ότι ο γάμος είναι τελειωμένη υπόθεση, ενώ στο σπίτι του παλληκαριού δεν έχουν είδηση (Για περιπτώσεις όπου κάποιος έκανε σχέδια, ενώ οι άλλοι υποτιθέμενοι εμπλεκόμενοι ούτε που τον σκέφτονταν) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Κοριτσ̑ού ντίνουν γκαι παίρουν, παιριού χαbάρ' ντεν έχουν (Στου κοριτσιού δίνουν και παίρνουν, στου αγοριού χαμπάρι δεν έχουν˙ Στο σπίτι του κοριτσιού έχουνε μεγάλες χαρές επειδή πιστεύουν εσφαλμένα ότι ο γάμος είναι τελειωμένη υπόθεση, ενώ στο σπίτι του παλικαριού δεν έχουν είδηση (Για περιπτώσεις όπου κάποιος έκανε σχέδια, ενώ οι άλλοι υποτιθέμενοι εμπλεκόμενοι ούτε που τον σκέφτονταν) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Σου κορ'τζού κρουν τσ̑αι παίρουν, σου φσ̑αχού χαπάριν τζ̑ο 'χουν (Στου κοριτσιού δίνουν και παίρνουν, στου αγοριού χαμπάρι δεν έχουν˙ για περιπτώσεις που κάποιος κάνει σχέδια, εν αγνοία των εμπλεκομένων) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Αζ' μπαιdιού χαbάρ ντεν έχ'νε, ασ' κοριτσ̑ού κουβαλούν σ̑τικανίκια (Από την πλευρά του αγοριού ιδέα δεν έχουν, από την πλευρά του κοριτσιού κουβαλούν πιατάκια˙ το ίδιο) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Κοριτσ̑ού ντίνουν γκαι παίρουν, παιριού χαbάρ' ντεν έχουν (Στου κοριτσιού δίνουν και παίρνουν, στου αγοριού χαμπάρι δεν έχουν˙ το ίδιο) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. || Ασμ. Τσ̑αρτσ̑ής ντώκι μι τζ̑ινία
Τα τζ̑ινία ντώκα ντα κορίτσ'
Ντου κορίτσ' ντώκι μι σ̑ύκα
(Ο γυρολόγος μου έδωσε χάντρες. Τις χάντρες τις έδωσα στο κορίτσι.
Το κορίτσι μου 'δωσε σύκα
(από παιδικό άσμα βροχοποιίας))
Μισθ. -Κωστ.Μ.
3. Συνθηματικά, η Αγγλία Φλογ.