κορκούδα
(ουσ. ουδ.,πληθ.)
κορκούδα
[korˈkuða]
Αφσάρ.
Πιθ. από το τουρκ. ουσ. korku = α) φόβος β) κίνδυνος γ) απειλή.
Κακές, δυσοίωνες μέρες
:
Και να ψοφήσω και ’γώ μη τα ιδώ ατούνα τα κορκούδα
(Και να πεθάνω κι εγώ να μην τις δω αυτές τις κακές μέρες)
Αφσάρ.
-ΚΜΣ-ΚΠ366