ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κορκούδα (ουσ. ουδ.) κορκούδα [korˈkuða] Αφσάρ. Πιθ. από το τουρκ. ουσ. korku = α) φόβος β) κίνδυνος γ) απειλή.
Κακές, δυσοίωνες μέρες : Και να ψοφήσω και ’γώ μη τα ιδώ ατούνα τα κορκούδα (Και να πεθάνω κι εγώ να μην τις δω αυτές τις κακές μέρες) Αφσάρ. -ΚΜΣ-ΚΠ366
Τροποποιήθηκε: 02/11/2024