κοριτσοσύνη
(ουσ. θηλ.)
κοριτσοψύμ'
[koritsoˈpsim]
Σινασσ.
Από το ουσ. κορίτσι και το παραγωγ. επίθμ. -οσύνη, όπου και τύπ. -οψύμη.
Παρθενία, γυναικεία εφηβεία
Συνών.
κορασιότη