κορκοτιώνας
(επίθ.)
κορκοτιώνας
[korkoˈtçonas]
Αξ.
Από το ουσ. κορκότι και το παραγωγ. επίθμ. -ώνας.
Κουρκουτένιος, φτιαγμένος με ή από χοντροαλεσμένο στάρι