ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κοριαίνω (ρ.) κοριαίνω [koriˈeno] Φάρασ. κ͑οριαίνω [kʰoriˈeno] Αφσάρ. κοριαίνου [koriˈenu] Φάρασ. κ͑οριαινέσκω [kʰorieˈnesko] Φάρασ. Από το ουσ. κιορ, όπου και τύπ. κορ και το παραγωγ. επίθμ. -αίνω.
1. Μτβ., τυφλώνω ό.π.τ. : Άεζ Μηνά μου, να κοριαίν' τις ντουσ̑μάνοι! (Άγιε Μηνά μου, να τυφλώνεις τους εχθρούς!) Φάρασ. -Λουκ.Πετρ.
2. Αμτβ., τυφλώνομαι ό.π.τ. : Κοριαίνε ο γιο μου (Τυφλώθηκε ο γιος μου) Φάρασ. -Dawk. Έβκαλεν τα φτάλμε του, ποίτσ̑εν ντα κοριαίνει (Του έβγαλε τα μάτια, τον έκανε να τυφλωθεί) Φάρασ. -Παπαδ. || Φρ. Να κοριαίνω! (Να τυφλωθώ˙ επιβεβαιωτικός όρκος) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Παροιμ. Η κάτα παρακαλεί το Θεό, λέ' 'τι «Να κοριαίνουνε αυτέν' μου τσ̑αι τα μαχτσ̑ούμε του, να ταντήσω 'σ' τα σ̑έρε τουνε» (Η γάτα παρακαλά τον Θεό, λέγοντας ότι «Να τυφλωθείουν ο αφέντης μου και τα παιδιά του και να αρπάξω από τα χέρια τους˙ για εκείνους που θέλουν να επωφεληθούν από την κακοτυχία των άλλων) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. τυφλώνω