ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κορασιά (ουσ. θηλ.) κορασιά [koraˈsça] Ανακ., Σινασσ. κόρασ̑α [ˈkoraʃa] Ποτάμ., Σινασσ. Νεότ. ουσ. κορασιά (Λεξ. Κριαρ.), το οπ. από το ουσ. κοράσι και το παραγωγ. επίθμ. -ιά.
Mόνο σε άσμ., κορίτσι ό.π.τ., Τζαλ. : || Ασμ. Κάτσε εσύ, έι κορασιά, κι εγώ να σε ρωτήσω
πες μου εσύ, έι κορασιά, από τι γένος είσαι
(Κάτσε κι εσύ, ε κορίτσι, κι εγώ να σε ρωτήσω
πες μου εσύ, ε κορίτσι, από ποια γενιά είσαι)
Σινασσ. -Τακαδόπ.
Αντίκρυσαν μαύρα πουλιά στους κάμbους που περνούσαν
Κρίμ’ έν’ ετά η κόρασ̑α εις τον χαμέν’ οπίσω
(Αντίκρυσαν μαύρα πουλιά στους κάμπους που περνούσαν
«Κρίμα είναι τέτοιο κορίτσι καβάλα πίσω από τον πεθαμένο»)
Σινασσ. -Αρχέλ.
Γύρω γύρω στην τέντα μου παλληκαριών κοτσάκια
και κορασιάς πλεξίδια
(Γύρω γύρω στην σκηνή μου (ενν. του Χάρου) μέλη παλληκαριών
και πλεξούδες κοριτσιών)
Τζαλ. -ΚΜΣ-ΚΠ342