κοπουρντίζω
(ρ.)
κ͑οπ͑ουρντίζω
[kʰopʰurˈdizo]
Φάρασ.
κοπουρτίζω
[kopurˈtizo]
Φάρασ.
κοπιρτίζω
[kopirˈtizo]
Μαλακ.
κ͑οπ͑ουρτζίζω
[kʰopʰurˈdzizo]
Σίλ.
κ͑οπ͑ουρντώ
[kʰopʰurˈdo]
Σίλ.
Αόρ.
κοπούρσα
[koˈpursa]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ρ. kο̈pürmek = αφρίζω.
1. Αφρίζω
ό.π.τ.
:
Αμάν, ντράνησ’ μη κ͑οπ͑ουρτζίσει
(Aμάν, πρόσεξε μην αφρίσει)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Συνών.
κιοπιουτσιάζω
2. Διψώ πολύ, βγάζω αφρούς από την δίψα
Σινασσ.