ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κοπουρντίζω (ρ.) κ͑οπ͑ουρντίζω [kʰopʰurˈdizo] Φάρασ. κοπουρτίζω [kopurˈtizo] Φάρασ. κοπιρτίζω [kopirˈtizo] Μαλακ. κ͑οπ͑ουρτζίζω [kʰopʰurˈdzizo] Σίλ. κ͑οπ͑ουρντώ [kʰopʰurˈdo] Σίλ. Αόρ. κοπούρσα [koˈpursa] Σινασσ. Από το τουρκ. ρ. kο̈pürmek = αφρίζω.
1. Αφρίζω ό.π.τ. : Αμάν, ντράνησ’ μη κ͑οπ͑ουρτζίσει (Aμάν, πρόσεξε μην αφρίσει) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. κιοπιουτσιάζω
2. Διψώ πολύ, βγάζω αφρούς από την δίψα Σινασσ.