κοπόγλου
(ουσ. αρσ.)
κ͑οπ͑όγλου
[kʰoˈpʰoɣlu]
Μαλακ., Σινασσ., Φάρασ.
Από την τουρκ. φρ, köpoğlu köpek= σκύλος γιος σκύλου, υβριστ. χαρακτηρισμός