κονώνω (I)
(ρ.)
κονώνω
[koˈnono]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ., Τελμ., Τζαλ., Τροχ., Τσαρικ., Φερτάκ., Φλογ.
κουνώνου
[kuˈnonu]
Μισθ., Ουλαγ., Σίλ.
κουνών-νου
[kuˈnonnu]
Σίλ.
Αόρ.
κόνωσα
[ˈkonosa]
Μισθ., Φλογ.
κόνησα
[΄konisa]
Σίλ.
Προστ.
κόνωσ'
[ˈkonos]
Φλογ.
κόνω
[ˈkono]
Αξ., Ουλαγ.
κόνου
[ˈkonu]
Μισθ.
Παθ.
κονούμαι
[koˈnume]
Ανακ., Αξ.
κονώμαι
[koˈnome]
Ουλαγ.
κονώνουμου
[koˈnonomu]
Σίλ.
Αόρ.
κονώθα
[koˈnoθa]
Ανακ., Αραβ.
κονώχα
[koˈnoxa]
Αξ.
Από το μεσν. ρ. κενώνω, το οπ. από το αρχ. κενόω-ῶ, με υποχωρητ. αφομ. Η αφομ. ήδη μεσν. στην Καππ., πβ. Δέδες (1993: 17) «κλαίγω καὶ κονώνω τὰ δάκρυα».
1. Μτβ., αδειάζω κάτι
ό.π.τ.
:
Κονώνω αστάγια
(Αδειάζω (από το κάρο) στάχυα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ήφεραν, κόνωσαν εκεί κάτω λίο ρόφ'
(Έφεραν, άδειασαν εκεί κάτω (στο κελλάρι) λίγα ρόβια)
Αξ.
-Dawk.
Ετό σο ετέκι τ’ τα είχεν τα κουτσούδια κονών’ τα σο θύρα ομπρό
(Αυτή, τις μικρές πέτρες που είχε στην ποδιά της τις αδειάζει μπροστά στην πόρτα)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
β.
Ειδικότ., χύνω
ό.π.τ.
:
Ντα κόνωσα ντα ντακρύα ντε λέιζονται
(Τα δάκρυα που έχυσα δεν λέγονται
)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Εκού ντο λούστα ντo λερό με ντο κονώνητ'
(Εκείνο το νερό που λούστηκα μην το χύνετε
)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Σε τα κονώεις τ' λάρι
(Θα το χύσεις το λάδι
)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Κόνου σου φαΐ λίου ζεϊτουνιού λάϊ
(Χύσε στο φαΐ λίγο λάδι ελιάς
)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Να δου φέρου σπίτ' ντου λερό κόνουνά δου
(Μέχρι να το φέρω στο σπίτι το νερό, το έχυνα
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Κόνουμαν’ ντου παωμέν’ ντου λερό, ζ̑ύμουναμ’ ντου
(Του χύναμε παγωμένο νερό, το ζυμώναμε
)
Μισθ.
-VLACH
Πήριν dου πουλί, κόνωσε λερό στου στόμα τ’, γιάρωσεν
(Πήρε το πουλί, του έχυσε νερό στο στόμα, το έκανε καλά
)
Μισθ.
-Dawk.
|| Φρ.
Κονώνω το λερό μ'
(Χύνω το νερό μου
˙
κατουρώ)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Κονώνω ένα σϋρΰ άκλι
(Χύνω ένα σωρό μυαλό
˙
Εξετάζω λεπτομερώς)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Κονώχα λερό
(Περιχύθηκα με νερό
˙
πλύθηκα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Μι ντου λαήν' κονών' βρεχός
(Με το λαγήνι χύνει βροχή
˙
βρέχει με το κανάτι, βρέχει πολύ)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Πολλά ντάκρουϊα κόνουσα
(Πολλά δάκρυα έχυσα
˙
έκλαψα πολύ)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Θα κονούτουν όιμα
(Θα χυνόναν αίμα
˙
θα γινόταν πόλεμος)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Κόνωναν τ’ τσ̑ίπ-πα
(έχυναν την τσίπα
˙
έφτιαχναν ανθόγαλο)
Αξ.
-Μαυροχ.
|| Παροιμ.
Μι το να κονώεις λερό το μύλος ντε γυρίσ̑'
(Με το να χύνεις νερό δεν γυρίζει ο μύλος
˙
χωρίς τα κατάλληλα μέσα και την απαραίτητη προσπάθεια δεν πραγματοποιείται ένα έργο)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
γ.
Σερβίρω φαγητό
Αξ., Σίλ., Σινασσ., Φλογ.
:
Κόνωσάν μας πρόσωπο με το μέλ'
(Μας σέρβιραν αφρόγαλα με το μέλι
)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Κόνω το ψωμί μας κι ας φάμ'
(Σέρβιρε το φαγητό μας κι ας φάμε
)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Φτσ̑άνουσ̑ι γάμου, μπόγου. κονώννουσ̑ι πολλά πιλάβια
(Κάνουν γάμο, μπόγους με ρούχα, σερβίρουν πολλά πιλάφια
)
Σίλ.
-Dawk.
|| Φρ.
Κονώνω ψωμί
(Σερβίρω φαγητό
˙
παραθέτω γεύμα)
Αξ.
-Μαυροχ.
|| Παροιμ.
Στης νύφης ψένουν και κονώνουν, και 'ς του γαμπρού είδηση δεν έχουν
(Στο σπίτι της νύφης ψήνουν και προσφέρουν φαγητό, και στου γαμπρού δεν ξέρουν τίποτα
˙
Για την διάδοση ψευδών ειδήσεων, που τις αγνοούν οι άμεσα ενδιαφερόμενοι)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
|| Ασμ.
Ήπλωσε στο μανδήλι του αφράτο παξιμάδι
Κόνωσε στο πιάτο του λαγούδια και περδίκας (Άπλωσε στο μαντήλι του αφράτο παξιμάδι
Άδειασε στο πιάτου του λαγούς και πέρδικες) Σινασσ. -Lag.
Κόνωσε στο πιάτο του λαγούδια και περδίκας (Άπλωσε στο μαντήλι του αφράτο παξιμάδι
Άδειασε στο πιάτου του λαγούς και πέρδικες) Σινασσ. -Lag.
δ.
Ειδικότ., Χύνω ρευστή πρώτη ύλη σε καλούπι για να πάρει ορισμένο σχήμα
Ανακ., Αξ., Μισθ., Φλογ.
:
Κονώνω τσ̑εριά
(Χυτεύω κεριά, φτιάχνω κεριά χύνοντας λιωμένο κερί σε καλούπια
)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Κονώνω κερπέτσ̑α
(Χυτεύω πλίνθους, ρίχνω λάσπη σε καλούπια για να φτιάξω πλίνθους
)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Σο χωριό κόνωναμ’ από είκοσ̑’ τριάντα καϊμάκια
(Στο χωριό χύναμε, δηλ. φτιάχναμε, από είκοσι τριάντα καϊμάκια
)
Ανακ.
-Cost.
|| Ασμ.
Έχει και το αλέτηρι τ’ σ’ ασήμι κονωμένο
έχει και το γυνίτσι του σο χουρσό βουτημένο (Έχει και το αλέτρι του από χυτό ασήμι
έχει και το υνί του στο χρυσάφι βουτηγμένο) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361
έχει και το γυνίτσι του σο χουρσό βουτημένο (Έχει και το αλέτρι του από χυτό ασήμι
έχει και το υνί του στο χρυσάφι βουτηγμένο) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361
2. Εκσπερματώνω, "χύνω"
Μισθ.
3. Ρίχνω, εκτοξεύω
Σινασσ.
:
|| Ασμ.
Εννιά μαχαίρια κόνωσε και τὄνα δεν έπιασε
(Εννιά μαχαίρια έρριξε και το ένα δεν το έπιασε)
Σινασσ.
-Lag.
Συνών.
αφήνω
4. Αφήνω κάτι να πέσει κάτω, ρίχνω, πετάω
Ανακ., Αξ., κ.α., Φλογ.
:
Κούν’σεν ντο σο ιρμάχ
(Τον έρριξε μέσα στο ποτάμι)
Φλογ.
-Dawk.
|| Φρ.
Σο σπίτι σ’ να κονωθεί στάχτ’
(στο σπίτι σου να πέσει στάχτη˙ ως κατάρα)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
|| Ασμ.
Εννιά μαχαίρια κόνωσε και τὄνα δεν έπιασε
(Εννιά μαχαίρια έρριξε και το ένα δεν το έπιασε)
Σινασσ.
-Lag.
Συνών.
αφήνω
5. Αμτβ., εκπίπτω ή πέφτω κάτω
Αξ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Φλογ.
:
Κονώσ'κασ̑ι τα μαλλιάν ντoυ
(Έπεσαν τα μαλλιά του)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Κονώχαν τα νύγια μ' ας τον πάγο
(Έπεσαν τα νύχια μου από το κρύο)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Κόνωσαν τα φύλλα 'σ' ση ρίζα τ'
(Έπεσαν τα φύλλα από την ρίζα τους)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Κονώθανε ασ' τον τύφο
(Πέσανε (τα μαλλιά της) από τον τύφο)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Εμείς τα κονούτανdε μάζευάμ' τα
(Εμείς αυτά που πέφτανε κάτω τα μαζεύαμε)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Τα χέρια μ’ κονώθαν
(Έπεσαν τα χέρια μου, ενν. από το κρύο, πάγωσαν)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
|| Φρ.
Σο σπίτι σ’ να κονωθεί στάχτ’
(Στο σπίτι σου να πέσει στάχτη˙ αρά)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
6. Αμτβ., για υφάσματα, ξεβάφω
Μαλακ., Τροχ., Φλογ.
:
Το qομάσ’ κονών’
(Το ύφασμα ξεβάφει)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Ήταν καλά μπουγιάδες και δεν κόνωναν χιτς
(Ήταν καλές μπογιές και δεν ξέβαφαν καθόλου)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
7. Διάζομαι το νήμα
Σίλ.
:
Σε κουνώσουμ' τσεζγκού
(Θα διαστούμε το νήμα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.