πληρώνω
(ρ.)
πληρώνω
[pliˈrono]
Γούρδ., Σίλ., Τροχ.
πληρώνου
[pliˈronu]
Σίλ.
πλερώνω
[pleˈrono]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Ουλαγ., Φάρασ., Φλογ.
πλερώνου
[pleˈronu]
Μισθ.
πκερώνω
[pceˈrono]
Φάρασ.
Παρατατ.
πλερώνκα
[ˈpleronka]
Τσουχούρ.
Αόρ.
πλέρωσα
[ˈplerosa]
Ανακ., Φάρασ.
πλέρουσα
[ˈplerusa]
Μαλακ., Φάρασ.
Υποτ.
πλερώσω
[pleˈrosο]
Φκόσ.
Προστ. Εν.
πλέρω
[ˈplero]
Αξ.
πλέρου
[ˈpleru]
Μαλακ., Μισθ.
Παθ.
πλερούμαι
[pleˈrume]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Ποτάμ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ., Φερτάκ., Φλογ.
πλερούμι
[pleˈrumi]
Μαλακ.
Πληθ. γ'
πλεριένdαι
[pleˈrʝende]
Φάρασ.
Αόρ.
πλερώθα
[pleˈroθa]
Ανακ., Μαλακ., Σίλατ., Σινασσ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ., Φλογ.
πλερώρα
[pleˈrora]
Αραβαν.
πλερώχα
[pleˈroxa]
Αξ., Μισθ., Ουλαγ.
πλερώ’α
[pleˈroa]
Ουλαγ.
Μτχ.
πληρωμένο
[pliroˈmeno]
Γούρδ.
πλερωμένου
[pleroˈmenu]
Φάρασ.
Μεσν. ρ. πληρώνω (< αρχ. πληρόω-ῶ). Ο τύπ. πλερώνω επίσης μεσν.
1. Γεμίζω κάτι με όλη την ποσότητα που αυτό μπορεἰ να περιλάβει
κ.α., Σίλ., Φάρασ., Φκόσ.
:
’γώ σο γιουμbρούχι σου 'πέσου να μπω τσο φτάνω τα ντα πλερώσω
(εγώ και να μπω μέσα στη φούχτα σου δεν φτάνω να τη γεμίσω)
Φκόσ.
-Παπαδ.
|| Φρ.
Πλερώθην φένgος
(γέμισε το φεγγάρι˙ (για την πανσέληνο)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Συνών.
γομιάζω, γεμώνω
2. Ολοκληρώνω κάτι, το φέρνω εις πέρας
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., κ.α., Μαλακ., Φάρασ., Φλογ.
:
Το μπασ̑λάτ’σες τ’ όργο πλέρω το
(τη δουλειά που άρχισες τελείωσέ την)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Τ’ όργο μ’ πλέρωσά το
(τη δουλειά μου την τελείωσα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Τ’ όργον τζ̑ο πλερούται
(η δουλειά δεν τελειώνει)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Κόφτουν το qαβάχ. ντεν πλερούται
(κόβουν τη λυγαριά, δεν κόπηκε εντελώς)
Γούρδ.
-Dawk.
Ματέμ πλερώνκανι το θέρους αδού σι μήνα 'νοίσκαν τα αώνα
(Μόλις τελείωναν τον θερισμό αυτό το μήνα άνοιγαν τα αλώνια)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Συνών.
μπιτιρντίζω, φυτρώνω, σώνω, γλυτώνω
3. Μτβ., τελειώνω κάτι, το ξοδεύω, το εξαντλώ
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., κ.α., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ.
:
Εκείνο με ντο τρώιμα ντε πλέρωτον, άμ-μα πλέρωσές το
(εκείνο με το φάγωμα δεν τελείωνε, αλλά το τελείωσες)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Το ’λεύρι τσ̑ιπ πλέρωσάν ντα
(ξόδεψαν όλο το αλεύρι)
Φάρασ.
-Dawk.
Συνών.
βορίζω, μπιτιρντίζω, χαρτζεύω :1
4. Μεσοπαθ., τελειώνω, σώνομαι, ολοκληρώνομαι
Τροχ., Φάρασ., Φλογ.
:
Ντο λερό πλερώχε, άλλε ντεν έχ̑’
(το νερό τελείωσε, άλλο δεν έχει)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Το κλωστσ̑ή μ’ πλερώρη
(η κλωστή μου τελείωσε)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Τα παράγια μ’ πλερώχαν
(τα χρήματά μου τελείωσαν)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Το κιριάς και το λερό πλερώ’ε
(το κρέας και το νερό τελείωσε)
Ουλαγ.
-Dawk.
Το κρασί πλερώθην
(το κρασί σώθηκε, τελείωσε)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Έβρασεν, έβρασεν, πλερώθεν το γάλα
(Έβρασε, έβρασε, εξατμίστηκε το γάλα)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Στεκούσαν σα ποράδε τουνε πάνου 'ς ως του να πλερωθεί το Βαγγέλιο
(στέκονταν στα πόδια τους πάνω, δηλ. όρθιο, μέχρι να ολοκληρωθεί το Ευαγγέλιο)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Η γρέ είσ̑ιν πουά γίδε τσ̑αι ο σ̑ειμός ήτουν μέγα· ο γιαρμάς πλερώθην τσ̑αι τζ̑ο πόρκιν ντα βκάλει σο ρουσ̑ί
(Η γριά είχε πολλά γίδια και ο χειμώνας ήταν μεγάλος· η ζωοτροφή σώθηκε και δεν μπορούσε να τα βγάλει στο βουνό)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Πλερώχαν τσι α νταμπλέτις μας ατούρα
(τελείωσαν και οι ταμπλέτες μας αυτές)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
Πλερώχεν ντο κεπέκι τ’
(τελείωσε το πίτουρό του˙ τόσο ήταν να ζήσει)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Του κανdηλού το ζεϊτίν-γιαγ̇ί πλερώθη
(του καντηλιού το λάδι τελείωσε˙ για ετοιμοθάνατο)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Παροιμ.
Του Θεού τα χρόνε τζ̑ο πλεριένdαι
(του Θεού τα χρόνια δεν τελειώνουν˙ για τους ανυπόμονους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Τ' εμέαρ τα μέρες πλερούνται, Χεγού τα μέρες ντε πλερούνται
(οι δικές μας οι μέρες τελειώνουν, του Θεού οι μέρες δεν τελειώνουν˙ οι άνθρωποι είναι θνητοί, ο Θεός αθάνατος)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Η στράτα ’φότεζ έν’ στράτα, παραπατείς τσ̑αι πλερούται
(ο δρόμος που είναι δρόμος, περπατάς και τελειώνει˙ για τους ανυπόμονους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
μπιτιρντίζω, φυτρώνω, γλυτώνω
5. Για έμψυχο ον, πεθαίνω
Μισθ.
:
Όσου τσ̑ι παίρ’ λιρών’ πλερούται
(όσο πάει, αδυνατίζει, τελειώνει)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
καμμώνω, αποδιαβαίνω, ψοφώ, πεθαίνω
6. Πληρώνω, καταβάλλω χρήματα
Μαλακ., Μισθ., Σατ., Σίλ., Φερτάκ.
:
Πλέρουσα ένα γαζά παράϊα για να μποίκου ‘να σ̑έϊ
(πλήρωσα πολλά χρήματα για να κάνω κάτι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Τα Τούρκα χτίνισκαν σπίτια και ’μείς πλέρωνάμ’ τα
(οι Τούρκοι έχτιζαν σπίτια και εμείς τα πληρώναμε)
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ογώ ντου κέφι μ', ντου κέφι μ' μποίκα δου, πλέρουσα τσι μποίκα δου
(Εγώ το κέφι μου, το κέφι το έκανα, πλήρωσα και το έκανα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Πλέρου τσ’ ισύ παράα
(πλήρωσε κι εσύ χρήματα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Τούς να πλερωθεί ο χρος;
(πώς να πληρωθεί το χρέος;)
Σατ.
-Παπαδ.
|| Ασμ.
Ψωμί, κηρί του μοίρασα, είπε να με πληρώσεις.
ένα φιλί του δάνεισα, κι είπε να μου το δώσεις (ψωμί, κερί τού μοίρασα, είπε να με πληρώσεις,
ένα φιλί του δάνεισα κι είπε να μου το δώσεις) Τελμ. -Lag. Συνών. δίνω :2
ένα φιλί του δάνεισα, κι είπε να μου το δώσεις (ψωμί, κερί τού μοίρασα, είπε να με πληρώσεις,
ένα φιλί του δάνεισα κι είπε να μου το δώσεις) Τελμ. -Lag. Συνών. δίνω :2