ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πληθαίνω (ρ.) πληθαίνω [pliˈθeno] Ανακ. πλεθύνω [pleˈθino] Φάρασ. πλεθυναίνω [pleθiˈneno] Φάρασ. Παρατατ. Πληθ. γ' πλεθυναίνκανε [pleθiˈnenkane] Φάρασ. Αόρ. πλέθυνα [ˈpleθina] Αφσάρ. Μεσν. ρ. πληθαίνω, το οπ. από το αρχ. ρ. πληθύνω. Ο τύπ. πλεθυναίνω από το αορ. θ. με παραγωγ. επίθμ. -αίνω.
1. Αυξάνω κάτι, κάνω κάτι να αυξηθεί ό.π.τ. : || Φρ. Πανα’ία να πληθαίν’ τα κουβέτια (η Παναγία να σου αυξάνει την δύναμη˙ ευχή σε εργαζόμενο ή ταξιδιώτη) Ανακ. -Κωστ.Α.
2. Αμτβ., αυξάνομαι Φάρασ. : Πλέθυνεν το πολυέχι (αύξήθηκε ο πλούτος) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Τα μελίσσα πλεθυναίνκαν (τα μελίσσια πλήθαιναν) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Χριστός πήρε τον άρτον τζ' έψαλε την ευχή ν'τα πληθύνει, τζαι κατέκοψέν τα τζαι δίνκεν τα τις τζιράχοι (Ο Χριστός πήρε τον άρτο και είπε την ευχή για να πληθύνει, δηλ. τον ευλόγησε, και τον έκοψε κομμάτια και τα έδωσε στους μαθητές = Ματθ. 26.26 Λαβὼν ὁ Ἰησοῦς τὸν ἄρτον καὶ εὐχαριστήσας ἔκλασε καὶ ἐδίδου τοῖς μαθηταῖς) Φάρασ. -Lag. || Φρ. Πλεθύνει το ποτάμι (αυξάνεται το ποτάμι˙ υψώνεται η στάθμη του νερού στο ποτάμι) Φάρασ. -Ανδρ. || Ασμ. Λύνονται τα σ̑όνε, κρύα δεβαίνουν,
πρασινίζ’ ο κόσμος, νερά πλεθυναίνουν
(Λιώνουν τα χιόνια, τα κρύα φεύγουν
πρασινίζει ο κόσμος, τα νερά πληθαίνουν)
Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ.