πλερωμή
(ουσ. θηλ.)
πκερωμή
[pceroˈmi]
Φάρασ.
Από μεσν. ουσ. πληρωμή > νεότ. πλερωμή. Για την τροπή /pl/ > /pk/ βλ. Ανδριώτης (1948: 31).
Πληρωμή
Φάρασ.