ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πλέκω (ρ.) πλέκου [ˈpleku] Σίλ. πλέχου [ˈplexu] Μισθ. πλέγω [ˈpleɣo] Αξ., Φλογ. πλέγου [ˈpleɣu] Μαλακ. πλέχνω [ˈplexno] Αραβαν., Γούρδ. πλέγνω [ˈpleɣno] Ανακ., Φλογ. πλέκτου [ˈplektu] Φάρασ. πλέζω [ˈplezo] Τσουχούρ., Φάρασ. πλεκώ [pleˈko] Σίλ. πλεκάου [pleˈkau] Σίλ. Παρατατ. πλέχικσα [ˈpleçiksa] Μισθ. πλεκνίσκα [pleˈkniska] Σινασσ. πλάγισκα [ˈplaʝiska] Φλογ. Αόρ. έπλιξα [ˈepliksa] Αφσάρ., Μαλακ., Φλογ. πλέκησα [ˈplecisa] Σίλ. πλέσκα [ˈpleska] Τσουχούρ., Φάρασ. πλέισ̑κα [ˈpleiʃka] Ανακ. Παθ. πλέχνουμαι [ˈplexnume] Γούρδ. Μτχ. πλεγμένο [pleɣˈmeno] Γούρδ. πλεκμένου [plekˈmenu] Φάρασ. πλεμένο [pleˈmeno] Τελμ. Αρχ. ρ. πλέκω. Ο τύπ. πλέκτου από νεότ. πλέκτω, πβ. Ἐρωτοπ. 1.86 «τὰ χείλη σου πλέκτουσι τὸ ἁλυσίδιν». Η μτχ. πλεμένο ήδη νεότ.
Πλέκω ό.π.τ. : Το κορίτσ̑’ ένα ημέρα, πὀτε κάχεται και πλέγ’, έρεται ένα πουλί, παίρ’ το κουβάρι τ’ (το κορίτσι μιά μέρα, όταν κάθεται και πλέκει, έρχεται ένα πουλί και παίρνει το κουβάρι της) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Πλέκησις τα μι του πρότσι; (Μου την έπλεξες την κάλτσα;) Σίλ. -Κωστ.Σ. Τσ̑ο φτσ̑άνεις; Πλεκάς; (Τι κάνεις; Πλέκεις;) Σίλ. -Κωστ.Σ. Όλα σ’ ένα λάμbα ’πό κάτω πλέισ̑καν (όλες κάτω από μιά λάμπα έπλεκαν) Ανακ. -Κωστ.Α. Τέινα η συννύφ'σα πλέσκινι τσοράπα, τάου παλί καθούτουνι αβαράς (Η μία συννυφάδα έπλεκε κάλτσες, η άλλη όμως καθόταν άεργη) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Πλέχου μποόρτσα (πλέκω κάλτσες) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Πλέχου μαλλίτικα μπο̈όρτσ̑α (πλέκω μάλλινες κάλτσες) Μισθ. -Κοτσαν. Πλέχου, ομbρό πλέχιξα καλτσίνια (πλέκω, προηγουμένως έπλεκα κοντές κάλτσες) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Πήρινι το τσοράπι σα σ̑έρα του, πλέζει (Πήρε την κάλτσα στα χέρια της, πλέκει) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Μαλλιά πλεμένα (Πλεγμένα μαλλιά) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ.