ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πλέρωμα (ουσ. ουδ.) πλέρωμα [ˈpleroma] Αραβαν., Ουλαγ. πλέρουμα [ˈpleruma] Μισθ., Φάρασ. Μεσν. ουσ. πλέρωμα, το οπ. από το αρχ. ουσ. πλήρωμα.
Τελείωμα, ολοκλήρωση κατανάλωσης ό.π.τ. : Ντο πλέρωμα έν-νε, άμ-μα τις νο'ο γιμώσ’; (το τελείωμα έγινε, αλλά ποιος θα το γεμίσει;) Ουλαγ. -Κεσ. Ντου λάι σύφτασι σου πλέρουμα (το λάδι έφτασε στο τέλειωμά του, τελείωσε) Μισθ. -Κοτσαν.