πλέρωμα
(ουσ. ουδ.)
πλέρωμα
[ˈpleroma]
Αραβαν., Ουλαγ.
πλέρουμα
[ˈpleruma]
Μισθ., Φάρασ.
Μεσν. ουσ. πλέρωμα, το οπ. από το αρχ. ουσ. πλήρωμα.
Τελείωμα, ολοκλήρωση κατανάλωσης
ό.π.τ.
:
Ντο πλέρωμα έν-νε, άμ-μα τις νο'ο γιμώσ’;
(το τελείωμα έγινε, αλλά ποιος θα το γεμίσει;)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Ντου λάι σύφτασι σου πλέρουμα
(το λάδι έφτασε στο τέλειωμά του, τελείωσε)
Μισθ.
-Κοτσαν.