πλεχτό
(ουσ. ουδ.)
πλεχτό
[pleˈxto]
Γούρδ.
Από το αρχ. επίθ. πλεκτός. Η ουσιαστικοπ. του ουδ. ήδη αρχ. πλεκτὸν = καλάθι.
1. Το πλεκτό
Γούρδ.
2. Στον πληθ. πλεξούδες χόρτου
Γούρδ.