ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πλεχτό (ουσ. ουδ.) πλεχτό [pleˈxto] Γούρδ. Από το αρχ. επίθ. πλεκτός. Η ουσιαστικοπ. του ουδ. ήδη αρχ. πλεκτὸν = καλάθι.
1. Το πλεκτό Γούρδ.
2. Στον πληθ. πλεξούδες χόρτου Γούρδ.